Διεθνής Οικονομική Ολοκλήρωση

Περίληψη.

Η παρούσα εργασία κάνει μια σύντομη ανασκόπηση της άποψης κάποιων επιφανών οικονομολόγων σχετικά με την παγκοσμιοποίηση. Κάνοντας χρήση του όρου “Διεθνής Οικονομική Ολοκλήρωση”, που ως ένα βαθμό ταυτίζεται με την παγκοσμιοποίηση, αναφέρουμε τα χαρακτηριστικά της και το βαθμό που έχει προχωρήσει.
Χωρίς να εξετάζεται η χρησιμότητα, που η διεθνής οικονομική ολοκλήρωση παρέχει, θεωρούμε, ως αξίωμα, ότι μειώνει τη διαφυγούσα αποτελεσματικότητα της παγκόσμιας οικονομίας. Με δεδομένο, λοιπόν, ότι το όφελος υπερακοντίζει το κόστος, θέτουμε ως τελικό προορισμό τη διεθνή οικονομική ολοκλήρωση και αναζητούμε τα διαθέσιμα μονοπάτια για την επίτευξής της.
Έχοντας ως οδηγό τις σκέψεις του Rodrik και το «Πολιτικό Τρίλημμα της Παγκόσμιας Οικονομίας», χαρτογραφούμε το καλντερίμι που διαβήκανε, έως σήμερα, τα κυρίαρχα έθνη κράτη. Υποστηρίζουμε, ότι το στενό αυτό -πλακόστρωτο- σοκάκι καταλήγει σ΄ ένα κρίσιμο σταυροδρόμι: Ο αριστερός, «προοδευτικός», δρόμος οδηγεί στον επιθυμητό προορισμό, μέσω του Παγκόσμιου Ομοσπονδιακού Συστήματος. Ο δεξιός, «συντηρητικός», δρόμος καταλήγει όπου και ο πρώτος, αλλά είναι μακρύτερος και χρησιμοποιεί, ως μέσο, τον εξασθενημένο θεσμό του έθνους κράτους.
Υπάρχει, άραγε, κάποια ένδειξη που να μας προϊδεάζει για τον ποιο δρόμο, τελικά, θα ακολουθήσουμε;
Η παρούσα εργασία υποστηρίζει πως υπάρχει…
Εισαγωγή.

Ξεφυλλίζοντας τον ημερήσιο και περιοδικό τύπο, ακούγοντας ραδιοφωνικά προγράμματα, βλέποντας ειδήσεις, ενημερωτικές εκπομπές και πολιτικές αψιμαχίες στην τηλεόραση, ένας ασαφής, πολυσχιδής και πολλές φορές απροσδιόριστος όρος, πλανάται για να δικαιολογήσει ένα φαινόμενο, μια κατάσταση, ένα γεγονός ή μια πολιτική απόφαση. Ο όρος «παγκοσμιοποίηση», έχει διεισδύσει στην καθημερινότητα του μέσου πολίτη, του γήινου πλανήτη.
Οι εκπρόσωποι της ακαδημαϊκής κοινότητας --κοινωνιολόγοι, πολιτικοί επιστήμονες, οικονομολόγοι κ.α.-- προσπαθούν απεγνωσμένα να βάλουν μια τάξη στη σκέψη τους, προτού δημιουργήσουν σχέσεις αιτίας και αιτιατού, ώστε να δώσουν μια ικανοποιητική «αφήγηση» για το τι σημαίνει και που οδηγεί ο όρος αυτός.
Πολιτικοί και δημοσιογράφοι αντίθετα, ειδικότερα στη χώρα μας, χρησιμοποιούν με μεγάλη ευκολία, τον όρο παγκοσμιοποίηση, χωρίς να δείχνουν προβληματισμένοι. Κάνουν δηλώσεις και γράφουν στον τύπο, αναφερόμενοι σε ένα – δύο παραδείγματα, τα οποία τους είναι αρκετά για να γενικεύσουν: “Τα MacDonald’s άνοιξαν στη Μόσχα”, αυτό είναι παγκοσμιοποίηση. “Το Levi’s που φοράει ο πρόεδρος Bush, το φοράει και η Νατάσσα Καραμανλή, η οποία «παίζει» στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, τις ίδιες μετοχές που παίζει και ο κουμπάρος της, τούρκος Πρωθυπουργός, T. Ερντογάν ”, αυτό είναι παγκοσμιοποίηση.
Αφού λοιπόν, τεκμηριώσουν την άποψή τους, με παρόμοια, “ατράνταχτα”, επιχειρήματα, μας εξηγούν με μεγάλη ευκολία και κομπορρημοσύνη το τι πρέπει να κάνουμε, ως έθνος, για να ανταπεξέλθουμε στο νέο περιβάλλον που πρέπει να λειτουργήσουμε. Το αποτέλεσμα; …φτιάχνουμε το νόμο για το βασικό μέτοχο και κατόπιν υπερασπιζόμαστε, ως γνήσιοι πατριώτες, το Ελληνικό Σύνταγμα…

Πολιτισμική ομοιογένεια, θεσμική ομοιομορφία, πολιτικός συντονισμός, οικονομική αλληλεξάρτηση, «εθνοκρατικός ευνουχισμός», είναι κάποιες αυθόρμητες --και ως ένα βαθμό σοβαρότερες-- ετυμηγορίες, που έχω ακούσει και που μου φαίνεται πως μου δίνουν το ερέθισμα για να αρχίσω να αποκρυσταλλώνω μια περισσότερο περιεκτική και σαφή άποψη για το τι πραγματικά πλαισιώνει ο όρος αυτός.

Έτσι λοιπόν, με …σεμνότητα και ταπεινότητα… είμαι έτοιμος να παρουσιάσω την ακριβέστερη και πληρέστερη «αφήγηση» --καρπό της πολυετούς ενασχόλησής μου με το θέμα αλλά και της οξύνοιας που με χαρακτηρίζει-- στην παγκόσμια ακαδημαϊκή κοινότητα…
Ίσως, βέβαια, η προηγούμενη παράγραφος να μου δίνει σημαντικές πιθανότητες συμμετοχής στην, υπό ανασχηματισμό, κυβέρνηση Καραμανλή, αλλά …δυστυχώς η φλυαρία και η πεφωτισμένη γνώση, χωρίς μεθοδολογία, σαφήνεια και αιτιολόγηση δεν έχουν θέση στον πανεπιστημιακό διάλογο.

Για το λόγο αυτό [και για όσο διάστημα δεν υπουργοποιούμε], θα παρουσιάσω τις σκέψεις του καθηγητή Dani Rodrik, όπως αυτές αποτυπώνονται στο άρθρο του, με τίτλο: “How Far Will International Economic Integration Go?”
Όπως γίνεται κατανοητό από τον τίτλο της εργασίας του Rodrik (2000), το θέμα που θα μας απασχολήσει δεν θα είναι η παγκοσμιοποίηση γενικά, αλλά θα εστιάσουμε στις οικονομικές εκφάνσεις και προοπτικές της, οι οποίες όμως διαχέονται και σε άλλα πεδία πολιτικής.
Πριν δούμε την ενόραση του Rodrik για το ποια θα είναι η πιθανή κατάληξη της “διεθνούς οικονομικής ολοκλήρωσης” θα αναφερθούμε στο τι αυτή περιλαμβάνει και στο βαθμό που έχει προχωρήσει.

Πόσο έχει προχωρήσει η Διεθνής Οικονομική Ολοκλήρωση;
Ο Jeffrey Sachs[1], υποστηρίζει ότι οι εθνικές οικονομίες ολοκληρώνονται διεθνώς όλο και περισσότερο, με τους εξής τρόπους: μέσω του εμπορίου, των χρηματοοικονομικών ροών, της παραγωγής και των θεσμών.
Διαπιστώνει ότι …μετά τον β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το διεθνές εμπόριο αυξάνεται πιο γρήγορα από την παγκόσμια παραγωγή, με αποτέλεσμα να αυξάνεται το μερίδιο των εξαγωγών και των εισαγωγών στο ΑΕΠ, σχεδόν κάθε χώρας…
Οι χρηματοοικονομικές ροές (Άμεσες Ξένες Επενδύσεις – Portfolio) και ειδικότερα οι ΑΞΕ, έχουν αυξηθεί πιο γρήγορα ακόμα και από το εμπόριο. Ενώ, στη παραγωγή εκείνο που μπορεί να ειδωθεί ως δείκτης παγκοσμιοποίησης --και που κατισχύει στη βιομηχανική παραγωγή-- είναι η κατάτμηση της αλυσίδας προστιθέμενης αξίας. Έτσι τα διάφορα στάδια της διαδικασίας παραγωγής μπορούν να διεξαχθούν σε διαφορετικά μέρη του κόσμου, ανάλογα με το συγκριτικό πλεονέκτημα των διαφόρων εναλλακτικών τόπων παραγωγής.
Ως προς τη διεθνοποίηση των θεσμών, παρατηρεί ότι οι εθνικές στρατηγικές οικονομικής ανάπτυξης μέσω του κεντρικού σχεδιασμού, που παρακάμπτει τις αγορές, καταποντίστηκαν τη δεκαετία του `80. Ταυτόχρονα έχει σημειωθεί μια σημαντική αύξηση των υποχρεώσεων που πηγάζουν από διεθνείς συνθήκες και συμφωνίες (στα πλαίσια της GATT/WTO, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του ΟΗΕ κ.α.) σε διάφορα θέματα (εμπόριο, μετατρεψιμότητα νομισμάτων, πνευματικά δικαιώματα κ.α.).
Ο Dani Rodrik (1997)[2], αντίθετα, διαπιστώνει ότι παρά την επανάσταση στις μεταφορές και τις επικοινωνίες καθώς και την ουσιαστική πρόοδο που σημειώθηκε στη φιλελευθεροποίηση του εμπορίου, οι εθνικές οικονομίες παραμένουν αξιοσημείωτα απομονωμένες μεταξύ τους. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει, ο καθηγητής του Harvard University, μέσω κάποιων οικονομικών “δεικτών”. Έτσι, ο νόμος της μιας τιμής (Loop), ο οποίος αποτελεί μια ένδειξη για το πόσο ο διεθνής ανταγωνισμός επηρεάζει τις τιμές των εμπορεύσιμων αγαθών, δε φαίνεται να ισχύει[3]. Οι διαφορές στην αγοραστική δύναμη (PPP) και την ακάλυπτη ισοτιμία επιτοκίων (UIP) προδίδουν την κρατούσα διαισθητική αντίληψη, ότι δηλαδή οι πραγματικές αποδόσεις διαφέρουν στις επιμέρους χώρες. Έτσι, αν υπήρχε πλήρης κινητικότητα κεφαλαίων δεν θα υπήρχε διαφορά στις πραγματικές αποδόσεις.
Διαπιστώνει, επίσης, ότι οι αυξημένες αποταμιεύσεις σε μια χώρα μεταφράζονται σε αυξημένες επενδύσεις σε αυτήν τη χώρα, σχεδόν σε αναλογία ένα προς ένα. Έτσι το παζλ Feldstein – Horioka ισχύει. Στο βαθμό, όμως, που υπάρχει τέτοια μεγάλη συσχέτιση (μεταξύ S:αποταμιεύσεων και I: επενδύσεων), το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (CA=S-I), ως προς το ΑΕΠ, παίρνει μικρές τιμές, υποδεικνύοντας έτσι, ότι η κινητικότητα κεφαλαίων μεταξύ τον χωρών είναι μικρή[4].
Επιπρόσθετα, τα αμερικανικά χαρτοφυλάκια τείνουν να είναι εντυπωσιακά συγκεντρωμένα σε αμερικανικές μετοχές, υποδεικνύοντας ότι οι επενδυτές συνεχίζουν να επενδύουν στις εγχώριες χρηματαγορές και να μη διαφοροποιούν τα χαρτοφυλάκιά τους, παρά τις διαφοροποιημένες πραγματικές αποδόσεις που παρατηρούνται διεθνώς.
Όσον αφορά τον περιορισμό των εθνικών πολιτικών, δε διαπιστώνει μείωση στις δαπάνες για κοινωνική προστασία, λόγω του «ανοίγματος» της οικονομίας (π.χ. Σουηδία, Δανία, Ολλανδία, Αυστρία), άλλα ούτε και έντονο φορολογικό ανταγωνισμό μεταξύ των κρατών.
Οι Howlett και Ramesh[5], αναφερόμενοι στο θέμα του περιορισμού των εθνικών πολιτικών, λόγω της παγκοσμιοποίησης, διαπιστώνουν ότι ο συστηματικός προσδιορισμός της επίδρασης που ασκούν οι διεθνείς θεσμοί στις εγχώριες δημόσιες πολιτικές, δεν είναι εύκολος. Οι λίγες έρευνες που έχουν γίνει καταλήγουν σε αντιφατικά συμπεράσματα.
Σημειώνουν, ωστόσο, την ύπαρξη «διεθνών συστημάτων» (international regimes), τα οποία ορίστηκαν από τους Robert Keohane και Joseph Nye, ως «δίκτυα, αποτελούμενα από κανόνες, νόρμες και διαδικασίες που ομαλοποιούν τη συμπεριφορά [των κρατών] και ελέγχουν τις επιδράσεις της». Τα «δίκτυα» αυτά, άλλοτε άτυπα και άλλοτε τυπικά (θεσμοθετημένα), περιορίζουν έμμεσα ή άμεσα, αντίστοιχα, τη συμπεριφορά των κυρίαρχων κρατών. Έτσι, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (WTO) περιόρισε την αυτονομία των κρατών --που συμμετέχουν σε αυτόν-- στο να ενισχύουν τους εγχώριους παραγωγούς. Ενώ, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (IMF), προκειμένου να δανείσει κεφάλαια σε ένα κράτος, ζητά την υλοποίηση προγραμμάτων δομικών προσαρμογών (περικοπή δημοσίων δαπανών, περιορισμό των εμποδίων στις εισαγωγές και υποτίμηση του εγχώριου νομίσματος)[6]. Αντίστοιχα, οι Άμεσες Ξένες Επενδύσεις (Foreign Direct Investment) και οι Πολυεθνικές Επιχειρήσεις (Transnational Corporations), ασκούν μια άτυπη πίεση στις κυβερνήσεις των κρατών, για εξομάλυνση των φορολογικών, εργασιακών κ.α. σχετικών, πολιτικών.
Παρόλα αυτά, πιστεύουν, ότι αν και υπάρχει κάποια «διεθνής πίεση» που επηρεάζει τους εγχώριους policy-makers στη νομοθέτηση των προτιμητέων (οικονομικών) πολιτικών, τελικά, η πίεση αυτή δεν είναι ικανή να διαβρώσει τις βασικές αρχές οικονομικής πολιτικής των κυρίαρχων κρατών, τουλάχιστον όχι, στο βαθμό που η σχετική βιβλιογραφία υποστηρίζει[7].

Άλλοι συγγραφείς (π.χ. Paul Krugman[8], 1995), συγκρίνοντας τις εμπορευματικές ροές των αρχών του 20ου αιώνα με τις σημερινές, διαπιστώνουν ότι το άνοιγμα των διεθνών αγορών το 1913 ήταν συγκρίσιμο με αυτό του 1980, καταλήγοντας έτσι στο συμπέρασμα ότι η οικονομική παγκοσμιοποίηση δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο και καινοφανές. Βέβαια, σε σχέση με τις αρχές του αιώνα, παρότι δεν υπάρχουν σημαντικές ποσοτικές διαφοροποιήσεις, εντούτοις υπάρχουν «ποιοτικές». Τέτοιες, μπορούμε να χαρακτηρίσουμε το ενδοβιομηχανικό εμπόριο --εμπόριο παρόμοιων αγαθών μεταξύ παρόμοιων χωρών-- ή τις πολλές μετακινήσεις του ίδιου αγαθού, όπου λόγω της κατάτμησης της αλυσίδας προστιθέμενης αξίας, πηγαίνει από τόπο σε τόπο (ανάλογα με το συγκριτικό πλεονέκτημα του κάθε τόπου) προκειμένου να του προστεθεί ένα μικρό μόνο μέρος της συνολικής αξίας που ενσωματώνει.

Από τα παραπάνω διαπιστώνουμε ότι τελικά ο βαθμός, στον οποίο έχει προχωρήσει η διεθνής οικονομική ολοκλήρωση, δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Αυτό θα πρέπει να μας κάνει περισσότερο φειδωλούς στη χρήση του όρου «παγκοσμιοποίηση» αλλά και στα συμφραζόμενα που περικλείει.

Για να κατανοήσουμε, με ακρίβεια, τι εννοούν οι οικονομολόγοι όταν χρησιμοποιούν τον όρο «παγκοσμιοποίηση», θα δούμε πώς ο Rodrik (2000) αντιλαμβάνεται τον εναλλακτικό (προσδι)ορισμό : Διεθνής Οικονομική Ολοκλήρωση, ο οποίος ‘φωτογραφίζει’ ευκρινέστερα την οικονομική διάσταση, που τελικά κατευθύνει, ως ένα βαθμό, τα πολιτικά δρώμενα.
Κατόπιν, θα δούμε τα μονοπάτια, που είναι διαθέσιμα, προκειμένου να προσεγγίσουμε τη διεθνή οικονομική ολοκλήρωση και τέλος θα αναφερθούμε στη πρακτική που, έως τώρα, εφάρμοσαν τα κυρίαρχα κράτη.
Κλείνοντας, θα κάνουμε μνεία στα πιθανά, εναλλακτικά, σενάρια, απαντώντας στο ερώτημα: Αν όχι παγκοσμιοποίηση τότε τι;
Τα Χαρακτηριστικά της Διεθνούς Οικονομικής Ολοκλήρωσης.
Σε μεταγενέστερη εργασία του, ο Dani Rodrik (2000)[9] παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά της ιδανικής Διεθνούς Οικονομικής Ολοκλήρωσης:
Η εθνική δικαιοδοσία, σε μια τέτοια κατάσταση, δεν παρεμβαίνει διαιτητεύοντας τις αγορές προϊόντων, υπηρεσιών και κεφαλαίων. Το κόστος συναλλαγών και οι φορολογικές διαφορές θα είναι ελάχιστες, ενώ η σύγκλιση των τιμών των εμπορευμάτων, των συντελεστών της παραγωγής, αλλά και των συντελεστών απόδοσης, θα είναι σχεδόν πλήρης.

Τα μονοπάτια προς τη Διεθνή Οικονομική Ολοκλήρωση.

Κατά τον ίδιο θεωρητικό, υπάρχουν δύο μονοπάτια που οδηγούν προς την (ιδανική) διεθνή οικονομική ολοκλήρωση:
Το πρώτο και το πλέον προφανές, είναι μέσω της θεσμοθέτησης του Ομοσπονδιακού Συστήματος σε παγκόσμιο επίπεδο. Το παγκόσμιο ομοσπονδιακό σύστημα λοιπόν, θα ευθυγραμμίσει τη δικαιοδοσία του, με τις απαιτήσεις της αγοράς και θα ατονήσει τις επιδράσεις των συνόρων (border effects). Μια τέτοια επίδραση, που αυξάνει σημαντικά το κόστος συναλλαγών (transaction cost), είναι το πρόβλημα της επιβολής των συμφωνιών, όπου η παρέμβαση της εθνικής κυριαρχίας αυξάνει τον κίνδυνο της καιροσκοπικής συμπεριφοράς στις διεθνείς συναλλαγές (είτε γιατί οι εθνικές αρχές είναι απρόθυμες, είτε γιατί δεν μπορούν να επιβάλλουν τις συμφωνίες).
Στο μοντέλο του παγκόσμιου ομοσπονδιακού συστήματος, οι εθνικές κυβερνήσεις δεν θα εξαφανιστούν αλλά θα περιοριστεί σημαντικά η ισχύς τους. Έτσι υπερεθνικές νομοθετικές, εκτελεστικές και δικαστικές αρχές, θα φροντίζουν ώστε να εκμηδενιστούν οι επιδράσεις των συνόρων και το κόστος συναλλαγών. Όπως χαρακτηριστικά λέει ο Rodrik, …μια παγκόσμια κυβέρνηση θα φροντίζει τις παγκόσμιες αγορές…

Το δεύτερο μονοπάτι, για την επίτευξη της διεθνούς οικονομικής ολοκλήρωσης, είναι το έθνος-κράτος. Όμως, το κόστος της διατήρησης του θεσμού αυτού (έθνος κράτος) θα είναι ο περιορισμός της δικαιοδοσίας του, σε τέτοιο βαθμό που να μην επηρεάζονται οι διεθνείς οικονομικές συναλλαγές. Όπως λέει ο Rodrik, ο κυρίαρχος στόχος του έθνους-κράτους, σε ένα τέτοιο κόσμο, θα είναι να εμφανίζεται ελκυστικό στις διεθνείς αγορές. Η εθνική δικαιοδοσία (παρέμβαση), χωρίς να εμφανίζεται ως εμπόδιο, θα γίνει το γρανάζι που θα διευκολύνει το διεθνές εμπόριο και την κινητικότητα των κεφαλαίων. Οι εγχώριες ρυθμίσεις και οι φορολογικές πολιτικές είτε θα εναρμονίζονται με τα διεθνή πρότυπα, είτε θα δομούνται με τέτοιο τρόπο, ώστε να παρεμποδίζουν όσο το δυνατόν λιγότερο τη διεθνή οικονομική ολοκλήρωση. Οι μόνες δημόσιες παροχές θα είναι αυτές που θα είναι συμβατές με τις ολοκληρωμένες αγορές.

Η «πρόκριση» υπέρ του δεύτερου μονοπατιού;
Στο λυκόφως του 20ου αιώνα, ήδη, ήταν ορατή η απέλπιδα προσπάθεια, κυρίως των κυβερνήσεων των αναπτυσσόμενων κρατών, να συναγωνίζονται μεταξύ τους φτιάχνοντας πολιτικές με τις οποίες θεωρούσαν ότι θα κερδίσουν την εμπιστοσύνη της αγοράς. Το μέλημα των διαμορφωτών, εγχώριας, πολιτικής ήταν η προσέλκυση εμπορικών και κεφαλαιακών ροών. Προσπαθούσαν, λοιπόν, να φορέσουν, αυτό που ο Thomas Friedman (1999) αποκαλεί, «χρυσό ζουρλομανδύα». Έτσι, στόχευαν σε ισχυρό νόμισμα, σε μικρές και λιγότερο παρεμβατικές κυβερνήσεις, σε χαμηλούς φόρους, σε ευέλικτη εργασιακή νομοθεσία, σε ιδιωτικοποιήσεις και απορύθμιση της εσωτερικής αγοράς.
Η γενικευμένη αυτή τάση, έκανε κάποιους θεωρητικούς να διατυπώσουν την άποψη περί του τέλους της Ιστορίας, δηλ. της καθολικής επικράτησης των αρχών της δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας ως τελικής μορφής διακυβέρνησης των ανθρώπων.[10] Η ενόραση του Friedman, λιγότερο απόλυτη, υποστηρίζει ότι οι επιλογές οικονομικής πολιτικής ή άλλων πεδίων πολιτικής, θα περιορίζονται από τις παραμέτρους που θέτει ο «χρυσός ζουρλομανδύας». Άλλωστε, όπως χαρακτηριστικά υποστηρίζει, στις μέρες μας είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς πραγματικές διαφορές στις πολιτικές που ακολουθούν τόσο οι κυβερνήσεις μεταξύ τους (μεταξύ των κρατών), όσο και στις πολιτικές που ακολουθούν τα κόμματα της συμπολίτευσης και της αντιπολίτευσης, εντός του κράτους. Στις χώρες λοιπόν, που φορούν το «χρυσό ζουρλομανδύα», οι πολιτικές επιλογές περιορίζονται σε ασήμαντες διαφοροποιήσεις που κυρίως έχουν να κάνουν με τις παραδόσεις, αλλά ποτέ δεν εμφανίζονται σημαντικές αποκλίσεις από τον σκληρό πυρήνα των αρχών του «χρυσού ζουρλομανδύα».

Η εντεινόμενη πίεση, της διεθνούς αγοράς, για συρρίκνωση των εγχώριων πολιτικών επιλογών, αποκαλύπτει το κόστος της διατήρησης του έθνους κράτους. Έτσι, οι εγχώριοι θεσμοί που παράγουν (εγχώρια) οικονομική πολιτική --κεντρική τράπεζα, δημόσιες αρχές κ.α.-- θα ατονήσουν, η κοινωνική ασφάλιση θα ιδιωτικοποιηθεί (ή θα εκλείψει) και ο κεντρικός σχεδιασμός --κυβερνητικό πρόγραμμα-- θα αντικατασταθεί από την ανάγκη διατήρησης της εμπιστοσύνης της αγοράς.
Στη συλλογιστική αυτή, ο Friedman, προσθέτει, ότι τελικά το μεγαλύτερο κόστος από τη διατήρηση του έθνους-κράτους θα είναι η απεμπόληση της βασικής δημοκρατικής αρχής: Καθώς λοιπόν, οι κανόνες του παιχνιδιού θα καθορίζονται από τις απαιτήσεις της παγκόσμιας οικονομίας, θα πρέπει να υπάρξει ουσιαστικός περιορισμός στη δυνατότητα κινητοποίησης των γηγενών ομάδων καθώς και περιορισμός της επιρροής, που θα έχουν οι ομάδες αυτές, στην επιλογή των εθνικών οικονομικών πολιτικών.
Συνοπτικά, θα λέγαμε ότι η διεθνής οικονομική ολοκλήρωση, μέσω της διατήρησης του θεσμού του έθνους κράτους, προϋποθέτει τη συγκαλυμμένη αποστόμωση της εγχώριας λαϊκής κυριαρχίας.
Αλήθεια, είναι διατηρήσιμη μια τέτοια κατάσταση; Μπορεί ποτέ η «φραγή των φωνητικών χορδών» της κοινωνίας των πολιτών και των ομάδων πίεσης να γίνει αποδεκτή ως το τίμημα για τη διατήρηση, «του καπιταλιστικού θεσμικού κατασκευάσματος» (που θα έλεγε ο Marx), του έθνους κράτους;
Πριν δούμε τι απαντά ο Rodrik, θα ιχνηλατήσουμε το εναλλακτικό μονοπάτι, αυτό του παγκόσμιου ομοσπονδιακού συστήματος.
Το “εστιακό σημείο” (“Focal point”).
Το περιεχόμενο ενός μοντέλου που αποκαλείται Παγκόσμιο Ομοσπονδιακό Σύστημα, πιθανόν να τρομάζει και να προκαλεί ανησυχίες στους υποψιασμένους, περί των πολιτικών συστημάτων διακυβέρνησης. Ο Rodrik, όμως, είναι καθησυχαστικός και το οριοθετεί στις σωστές του διαστάσεις. Κατά τον καθηγητή, παγκόσμιο ομοσπονδιακό σύστημα δε σημαίνει ότι ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) ή κάποιο άλλο θεσμικό κατασκεύασμα, θα μετατραπεί σε παγκόσμια κυβέρνηση. Το πιθανότερο είναι να υπάρξει ένας συνδυασμός των παραδοσιακών μορφών διακυβέρνησης (ένα παγκόσμια εκλεγμένο νομοθετικό σώμα) μαζί με ρυθμιστικούς θεσμούς που θα διαδραματίζουν ένα ρόλο πολυμερούς δικαιοδοσίας και θα λογοδοτούν, πιθανών, σε διαφόρων μορφών (τύπων) αντιπροσωπευτικά σώματα. Η ακριβής μορφή που θα έχει αυτό το παγκόσμιο ομοσπονδιακό σύστημα δεν είναι εύκολο να προβλεφθεί μιας και σε έναν αιώνα ραγδαίων τεχνολογικών αλλαγών, η μορφή διακυβέρνησης αναμένεται να είναι ένα θέμα αξιοσημείωτων καινοτομιών. Εκείνο που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι το περιεχόμενο: Οι αγορές, οι δικαιοδοσίες και οι πολιτικές θα είναι πραγματικά και αναλογικά παγκόσμιες.
Ένα τέτοιο μοντέλο, για να επικρατήσει θα πρέπει να έχει την οικειοθελή συγκατάθεση αυτών που αυτοτοποθετούνται στους χαμένους από την οικονομική ολοκλήρωση (π.χ. εργατικά σωματεία, “πράσινοι”) και σε εκείνους που θεωρούν, a priori, ότι θα ευνοηθούν (π.χ. οι εξαγωγείς, οι πολυεθνικές και οι εταιρείες επενδύσεων). Γιατί όμως να υπάρξει μια τέτοια συγκατάθεση από εκείνους που θεωρούν ότι δεν ευνοούνται από ένα τέτοιο μοντέλο;
Ο Rodrik, θέλει να πιστεύει ότι οι “πράσινοι” και τα εργατικά σωματεία (ή οποιαδήποτε οργανωμένη ομάδα συμφερόντων) θα διαπιστώσουν ότι μπορούν να διαδραματίσουν ένα σημαντικότερο ρόλο και μάλιστα σε διευρυμένο (παγκόσμιο) επίπεδο, επηρεάζοντας τους διεθνείς κανόνες εργασίας και προστασίας του περιβάλλοντος (ή προστασίας των συμφερόντων τους).
Ένα τέτοιο μοντέλο προσομοιάζει με εκείνο των ΗΠΑ. Αρκεί να σκεφτούμε ότι οι Πολιτείες διαδραματίζουν έναν ουσιαστικό ρόλο στο τοπικό πολιτικό επίπεδο, ανταποκρινόμενες στις απαιτήσεις και τα «θέλω» της τοπικής κοινότητας. Η τελευταία, λοιπόν, επηρεάζει τις πολιτικές τοπικού επιπέδου και δε φιμώνεται από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Αυτό ακριβώς είναι και το συγκριτικό πλεονέκτημα του παγκόσμιου ομοσπονδιακού συστήματος, σε σχέση με το μοντέλο της διατήρησης του θεσμού του έθνους κράτους: Τα πολιτικά δικαιώματα της αντιπροσώπευσης και της αυτο-διακυβέρνησης δεν εγκαταλείπονται και οι πολιτικοί παραμένουν, πραγματικά, υπόλογοι στο εκλεκτορικό τους σώμα.

Συνοπτικά, κατά τον Rodrik, το όραμα της διεθνούς οικονομικής ολοκλήρωσης εκπληρώνεται είτε μέσω του θεσμού του έθνους κράτους --με κόστος, τον περιορισμό του πεδίου των εθνικών πολιτικών και της δυνατότητας των πολιτών να τις επηρεάσουν-- είτε μέσω του μοντέλου του παγκόσμιου ομοσπονδιακού συστήματος όπου θα διατηρηθεί μια, συγκριτικά, υψηλότερη πολιτική συμμετοχή των περιφερειών, αλλά με κόστος την απεμπόληση του θεσμού του κυρίαρχου έθνους κράτους.
Ο τρίτος δρόμος: …το καλντερίμι.
Στο βαθμό που το έθνος κράτος διατηρεί τη συνεκτική του δομή, στη συνείδηση του μέσου πολίτη, αλλά και στο μέτρο που η διεθνής οικονομική αλληλεξάρτηση απέχει της ολοκλήρωσης, ας δούμε το δρόμο που τα κυρίαρχα κράτη επέλεξαν για να προσεγγίσουν το στόχο της οικονομικής ολοκλήρωσης.
Τον τρίτο αυτό δρόμο ο Rodrik τον αποκαλεί «ο συμβιβασμός του Bretton Woods». Η ουσία του Bretton Woods και της θεσμοθέτησης του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (πρώην GATT), ήταν ότι οι χώρες θα μπορούσαν να εφαρμόσουν τις δικές τους ανεξάρτητες πολιτικές για το εμπόριο, με την προϋπόθεση, όμως, της μετακίνησης κάποιων σημαντικών περιορισμών και κυρίως της κατάργησης των διακρίσεων μεταξύ των εμπορικών τους «συνεταίρων». Έτσι, στο τομέα του εμπορίου επιτράπηκαν οι ποσοστώσεις αλλά όχι και οι φόροι εισαγωγής. Ακόμα και έτσι λοιπόν, από τους επιτυχημένους γύρους διαπραγμάτευσης της GATT, συντελέστηκε σημαντική φιλελευθεροποίηση, αλλά βεβαίως υπήρξαν και μεγάλες εξαιρέσεις: Κάποιοι κλάδοι (π.χ. γεωργία, υφαντουργία) έμειναν εκτός διαπραγμάτευσης και επιτράπηκε σε χώρες, στις οποίες κάποιες, κλαδικές, βιομηχανίες βρίσκονταν σε περίοδο εμβρυακής ανάπτυξης, να υψώσουν προστατευτικά εμπόδια.
Μέχρι περίπου τη δεκαετία του `80, οι κανόνες αυτοί επέτρεψαν στις χώρες να ακολουθήσουν το δικό τους, αποκλίνων, μονοπάτι ανάπτυξης.
- Η Δυτική Ευρώπη ολοκληρώθηκε εσωτερικά και ανόρθωσε ένα εκτεταμένο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης.
- Η Ιαπωνία καταπιάστηκε με τις ανεπτυγμένες οικονομίες, χρησιμοποιώντας το δικό της διακριτό στίγμα καπιταλισμού, συνδυάζοντας δυναμικές εξαγωγές με την ενίσχυση και την προστασία της αναποτελεσματικής εγχώριας γεωργίας.
- Η Κίνα αναπτύχθηκε με αλματώδεις ρυθμούς, μόλις αναγνώρισε τη σημασία της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, παρότι χλεύαζε κάθε άλλη καπιταλιστική θεωρία.
- Η υπόλοιπη Αν. Ασία δημιούργησε ένα οικονομικό θαύμα, βασιζόμενη στις βιομηχανικές πολιτικές που υποστηρίζονταν από τον Π.Ο.Ε.
- Οι χώρες της Λατινικής Αμερικής, της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής πέτυχαν πρωτοφανή οικονομική ανάπτυξη μέχρι τα τέλη το `70, μέσω της απομόνωσης της οικονομίας τους από την παγκόσμια αγορά.

Παρότι τα βήματα ήταν σημαντικά, τα νέα τεχνολογικά εργαλεία επιτρέπουν γρηγορότερους ρυθμούς και αποτελεσματικότερα «οχήματα» προς την οικονομική ολοκλήρωση.
Το σημαντικότερο όμως, όπως τονίζει ο Rodrik, ήταν η μεταβολή στη νοοτροπία, σχετικά με το βαθμό ανοίγματος των οικονομιών. Έτσι, πολλές αναπτυσσόμενες χώρες πίστεψαν ότι ανοίγοντας τις οικονομίες τους θα είχαν περισσότερα οφέλη. Άρχισαν λοιπόν, να σκέφτονται “παγκόσμια”. Θέματα, που προηγουμένως ανήκαν στη σφαίρα της εγχώριας πολιτικής αρχίζουν να γίνονται θέματα διεθνούς ενδιαφέροντος.
Χαρακτηριστικός είναι ο προβληματισμός του καθηγητή J. Bradford DeLong (2005), σχετικά με την πτώση της παγκόσμιας ζήτησης…
Η Οικουμενοποίηση του Προβληματισμού.
Ο Bradford DeLong (2005)[11], διαπιστώνει ότι η υποτίμηση του δολαρίου θα περιορίσει τις εισαγωγές αγαθών (πρώτων υλών, καταναλωτικών προϊόντων) στην Αμερική. Ο κατασκευαστικός κλάδος θα υποστεί καθίζηση και οι θεσμικοί επενδυτές --σε αμερικάνικες μετοχές και ομόλογα-- θα κρατήσουν τα «χαρτιά» τους, μέχρι να βελτιωθεί η ισοτιμία. Έτσι οκτώ εκατομμύρια αμερικανών εργαζομένων, σε κατασκευαστικές εταιρίες και στις σχετιζόμενες με αυτές βιομηχανίες, θα αναγκαστούν να ψάξουν να βρουν εργασία εκεί όπου η υποτίμηση επέδρασε ευεργετικά: στις εξαγωγικές (ανταγωνιστικές) βιομηχανίες. Δεκαέξι εκατομμύρια εργαζομένων εκτός Αμερικής, που δραστηριοποιούνταν σε επιχειρήσεις που έκαναν εξαγωγές προς την χώρα αυτή, θα πρέπει να βρουν εργασία σε νέους τομείς.
Ως εδώ, δεν υπάρχει κάτι μεμπτό. Άλλωστε, αυτό επιτάσσει ο κανόνας της προσφοράς και της ζήτησης. Το θέμα που τίθεται, σχετίζεται με την οικονομική ύφεση που μαστίζει τις δύο άλλες σημαντικότερες βιομηχανικές οικονομίες, τη Γερμανία και την Ιαπωνία, οι οποίες αντί να προσαυξάνουν την παγκόσμια συνολική ζήτηση, λόγω της ύφεσης, αφαιρούν από αυτήν. Τελικά, το ερώτημα που θέτει ο συγγραφέας είναι: Ποιος θα αυξήσει τη συνολική (παγκόσμια) ζήτηση, ώστε να υπάρξει ικανοποιητική αναδιάταξη των παραγωγικών συντελεστών; Η Κίνα και η Ινδία λόγω της υπερμεγέθους στρατιάς εργαζομένων και των καταναλωτικών τους προτύπων, δεν δείχνουν ικανές να το κάνουν αυτό, τουλάχιστον για τα επόμενα χρόνια. Συμπερασματικά, ο DeLong διαπιστώνει, ότι αν δεν υπάρξουν ικανοποιητικοί ρυθμοί ανάπτυξης σε κάποια από τις ανεπτυγμένες οικονομίες, η παγκόσμια οικονομία δύσκολα θα ισορροπήσει σε κάποιο αποδεκτό επίπεδο.

Στο ίδιο οικουμενικό πλαίσιο εδράζει τις επικρίσεις του για την πολιτική του Bush, ο καθηγητής Jeffrey Sachs. Παρότι …ένθερμος οπαδός της ελεύθερης αγοράς και της απορύθμισης…[12] ο Sachs κατακρίνει τον πρόεδρο των ΗΠΑ, γιατί αθέτησε τις υποσχέσεις του, για παροχή οικονομικής βοήθειας προς τις περιοχές που πλήττονται από φτώχια, υποσιτισμό και μολυσματικές ασθένειες (Κεντρική Ασία, Αφρική). Ενώ λοιπόν ο Bush, με τη φορολογική πολιτική που υιοθέτησε, χάρισε 250 δις δολάρια, ανά έτος, στους πλουσιότερους των αμερικανών και αύξησε τις στρατιωτικές δαπάνες κατά 150 δις δολάρια, ανά έτος, …γύρισε στους φτωχότερους του κόσμου και τους είπε ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα χρήματα για να εκπληρώσει η Αμερική τις υποσχέσεις της προς αυτούς[13].
Κατά τον Sachs, αν ο Bush έδινε --σύμφωνα με την υπόσχεσή του-- 75 δις δολάρια κατ΄ έτος στις χώρες αυτές, πέραν του ότι θα τους έδινε την ευκαιρία να ξεφύγουν από την ανέχεια και να ορθοποδήσουν στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, θα συνεισέφερε στη (πραγματική) παγκόσμια σταθερότητα και ασφάλεια, μιας και σε αυτές τις χώρες, της επαίσχυντης ανέχειας, εκκολάπτονται: η τρομοκρατία, οι έμποροι ναρκωτικών και οι βίαιες αντισυστημικές οργανώσεις.

Τα δύο, από τα εκατοντάδες παραδείγματα που μπορεί κάποιος να βρει στην αρθρογραφία, υποδεικνύουν, ακριβώς, ότι η όποια απόφαση λαμβάνεται στο εσωτερικό των ανεπτυγμένων χωρών ή το όποιο πρόβλημα αντιμετωπίζουν αυτές, έχει άμεσο αντίκτυπο στην παγκόσμια οικονομική αρένα. Αν λοιπόν, σήμερα, η ακαδημαϊκή κοινότητα “σκέφτεται” και σταθμίζει τα δρώμενα σε αυτό το διευρυμένο --οικουμενικό-- οπτικό πεδίο, δεν είναι λογικό να αρχίσουν κάποτε και οι, εγχώριοι, διαμορφωτές πολιτικής να αντιλαμβάνονται κατ΄ αυτό τον τρόπο τις εγχώριες πολιτικές; Αν όμως έτσι έχουν τα πράγματα, τότε ακόμα και οι αναπτυσσόμενες χώρες θα διαπιστώσουν ότι ο εγκλεισμός τους εντός των εθνικών συνόρων δεν εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντά τους. Συνεπώς θα διεκδικήσουν κάποιο ρόλο στην οικουμενική οικονομική αρένα. Αυτό θα το επιτύχουν, καλύτερα, (σύμφωνα με τον Rodrik) μέσω του παγκόσμιου ομοσπονδιακού συστήματος.
Συμπεράσματα.

Η οικονομική βιβλιογραφία --από την εποχή του Adam Smith[14]-- επιχειρηματολογεί πειστικά, περί του περιορισμού της διαφυγούσας αποτελεσματικότητας, των σε στενότητα εβρισκόμενων πόρων, μέσω της διεθνούς οικονομικής ολοκλήρωσης. Δεχόμενοι, ως αξίωμα, την υπόθεση αυτή, αναφέραμε τις απόψεις επιφανών οικονομολόγων, τόσο για το πώς μπορεί να αποτιμηθεί, όσο και για το βαθμό, που τα έθνη κράτη, έχουν προσεγγίσει τον ιδεότυπο της διεθνούς οικονομικής ολοκλήρωσης.

Το μονοπάτι, λοιπόν, που επέλεξαν να ακολουθήσουν, έως σήμερα, τα έθνη κράτη για την ολοκλήρωση των εθνικών τους οικονομιών, ήταν αυτό που ο Rodrik αποκαλεί: «ο συμβιβασμός του Bretton Woods”. Το καλντερίμι αυτό, βοήθησε στη διάτρηση του συρματοπλέγματος των εθνικών συνόρων που είχαν, ολόγυρα, υψώσει τα αναπτυσσόμενα κράτη, στο τέλος του β΄ παγκοσμίου πολέμου. Βοήθησε, στη βελτίωση του βαθμού ανοίγματος της εθνικής τους οικονομίας και τα έκανε να αντιμετωπίζουν το διακρατικό εμπόριο και τις διακρατικές χρηματοοικονομικές ροές (σε μικρότερο βαθμό), ως ένα παίγνιο θετικού αθροίσματος και όχι ως ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος, όπου μπορούν να κερδίσουν μόνο, ό,τι οι άλλες εθνικές οικονομίες χάνουν.
Το καλντερίμι, έφτασε στα όριά του. Στένεψε τόσο, κυρίως λόγω της ραγδαίας τεχνολογικής εξέλιξης, ώστε να μην μπορεί να προσδώσει, πια, επιπλέον χρησιμότητα στους διαβάτες του.
Κατά τον Rodrik, το σημαντικότερο κέρδος από αυτόν τον “υγιεινό περίπατο” ήταν η μεταβολή στη νοοτροπία, σχετικά με το βαθμό ανοίγματος των εθνικών οικονομιών. Οι δημοκρατικές, αλλά και κάποιες λιγότερο δημοκρατικές κυβερνήσεις, σε όλο τον κόσμο, πείστηκαν για τα προσαυξημένα οφέλη που έχουν να καρπωθούν από το άνοιγμα των συνόρων τους. Άρχισαν να διαπιστώνουν, ότι η εντεινόμενη ολοκλήρωση της εθνικής τους οικονομίας βελτιώνει την οικονομική τους ευημερία. Την περίοδο αυτή και μετά την κατακρήμνιση του …τρίτου δρόμου, τα έθνη κράτη βρίσκονται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι: Ο αριστερός, «προοδευτικός», δρόμος οδηγεί στη διεθνή οικονομική ολοκλήρωση, μέσω του Παγκόσμιου Ομοσπονδιακού Συστήματος. Ο δεξιός, «συντηρητικός», δρόμος καταλήγει όπου και ο πρώτος, με τη διαφορά ότι είναι μακρύτερος και το μέσο που θα χρησιμοποιηθεί είναι το έθνος κράτος.

Το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: Ποιο θα είναι εκείνο το “σινιάλο” (signal), ο “κατευθυντήριος χάρτης” (road map), που θα κάνει τα έθνη κράτη να διαλέξουν τον έναν ή τον άλλο δρόμο ;

Η απάντηση βρίσκεται στη ροπή (στην κλίση – προτίμηση) που φαίνεται να έχουν οι ιδέες. Αδιαφορώντας για το ρόλο τον ιδεών[15], αν δηλαδή αυτές : (α) είναι οι κατευθυντήριοι χάρτες (road maps) που παρέχουν καθοδήγηση στους πολιτικούς δρώντες --και βοηθούν να ελαχιστοποιηθεί η αβεβαιότητα και να αυξηθεί η αντιληπτική ενάργεια των δρώντων, σχετικά με τους στόχους ή τις σχέσεις σκοπών και μέσων-- ή (β) παρέχουν δικαιολόγηση και νομιμοποίηση πολιτικών ενεργειών που πραγματοποιούνται στη βάση υλικών συμφερόντων, ένα πράγμα είναι σίγουρο: Η ακαδημαϊκή κοινότητα «σκέφτεται» οικουμενικά.
Είτε, λοιπόν, οι ιδέες καθοδηγούν, είτε καθοδηγούνται, το σίγουρο είναι ότι επηρεάζουν καταλυτικά και διαμορφώνουν τη, μελλοντικά, επικρατούσα αντίληψη (άποψη – γνώση). Έτσι, ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων του γήινου πλανήτη, σε μερικές γενιές από σήμερα, θα βιώσουν την πρόκληση της Παγκόσμιας Ομοσπονδιακής Διακυβέρνησης.

Βέβαια, πολλά μπορούν να πάνε στραβά και το παγκόσμιο ομοσπονδιακό σύστημα να μην «προκριθεί» ως το πλέον κατάλληλο. Μια εναλλακτική πιθανότητα, μάς λέει ο Rodrik, είναι, οι διάφορες οικονομικές κρίσεις να κάνουν τα εκλογικά σώματα πρόθυμα να «φορέσουν» το «χρυσό ζουρλομανδύα» για αρκετό διάστημα ακόμα. Το σενάριο αυτό …θα οδηγήσει στην “αργεντινοποίηση” των εθνικών πολιτικών[16]
Μια άλλη πιθανότητα είναι να καταφύγουν οι κυβερνήσεις στην τακτική του προστατευτισμού και να συμβιβαστούν με τις διανεμητικές και κυβερνητικές δυσκολίες, που θα προκύψουν από την οικονομική ολοκλήρωση. Το σενάριο αυτό …θα είναι το χειρότερο απ΄ όλα[17]

Τα δύο αυτά σενάρια φαντάζουν ως τα πλέον πιθανά για τα επόμενα 20 με 30 χρόνια, όμως ένας ευρύτερος χρονικός ορίζοντας αφήνει χώρο για περισσότερη [κατά τον Rodrik και κατά πολλούς άλλους θεωρητικούς] αισιοδοξία…

[1] Sachs J. (1998), “Διεθνή Οικονομικά: Ξεκλειδώνοντας τα Μυστήρια της Παγκοσμιοποίησης”, παρατίθεται στο Πελαγίδης Θ. (2000), “Κατανοώντας την Παγκοσμιοποίηση”, Παπαζήση, Αθήνα, σελ. 52-75.
[2] Rodrik D. (1997), “Τα Λογικά και τα Παράλογα στη Συζήτηση για την Παγκοσμιοποίηση”, παρατίθεται στο Πελαγίδης Θ. (2000), “Κατανοώντας την Παγκοσμιοποίηση”, Παπαζήση, Αθήνα, σελ. 25-51
[3] Ο καθηγητής Πελαγίδης, παραθέτει έναν ενδεικτικό πίνακα για τις αποκλίσεις των τιμών προϊόντων ίδιας φίρμας, σε διάφορες δυτικές πρωτεύουσες : Πελαγίδης Θ. (2001), “Πόσο Έχει Προχωρήσει η Παγκοσμιοποίηση”, Παπαζήση, Αθήνα, σελ. 185.
[4] Για μια λεπτομερή ανάλυση δες Πελαγίδης (2001), ο.π. σελ. 89-94, και Kenen P. (1999), “Διεθνής Οικονομική”, Τόμος Β΄, Παπαζήση, Αθήνα, σελ. 30-35.
[5] Howlett M. and Ramesh M. “Studying Public Policy: Policy Cycles and Policy Subsystems”, Oxford University Press, pg 69-74.
[6] Ο.π. σελ. 72
[7] ο.π. σελ.73
[8] Krugman P. (1995), “Η Ανάπτυξη του Παγκόσμιου Εμπορίου:Αιτίες και Συνέπειες”, παρατίθεται στο Πελαγίδης Θ (2000), ο.π. σελ.85-104.
[9] Rodrik D. (2000), “How Far Will International Economic Integration Go?”, Journal of Economic Perspectives, Volume 14, Number 1, winter 2000, pages 177-186.
[10] Fukuyama F. (1989). “The end of history?”, The National Interest, παρατίθεται (αποσπάσματα) στο: «Η Νεωτερικότητα Σήμερα» των Hall St., Held D. , McGrew A., εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα, 2003, σελ.77
[11] J. Bradford DeLong, (2005), “In Search of Global Demand”, Project Syndicate, www.project-syndicate.org
[12] Πελαγίδης Θ. (2000), “Κατανοώντας την Παγκοσμιοποίηση”, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, σελ. 13.
[13] Sachs Jeffrey, “Making Globalization Work for All”, Project Syndicate, (Sept.2004), http://www.project-syndicate.org/
[14] Ο Smith αντιτάχθηκε στις απόψεις του Locke, ο οποίος υποστήριζε ότι κύριος σκοπός του κράτους θα πρέπει να είναι ο πολλαπλασιασμός των πολύτιμων μετάλλων (χρυσός, άργυρος) που βρίσκονται στην κατοχή του (δηλ. επιδίωξη πλεονασματικού εμπορικού ισοζυγίου). Έτσι, υποστήριξε τη μερική φιλελευθεροποίηση του διακρατικού εμπορίου, ώστε να καμφθεί η παραμόρφωση της λειτουργίας της εγχώριας αγοράς και η τεχνητή παρέμβαση στην κεφαλαιακή διάρθρωσή της.
Smith Adam, “Έρευνα για τη Φύση και τα Αίτια του Πλούτου των Εθνών”, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1999, πρόλογος Πέτρου Γέμτου.
[15] Παγουλάτος Γιώργος, “Ιδέες, Θεσμοί και Συμφέροντα στη Δημόσια Πολιτική.”, Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, τχ. 13, Μάιος 1999, σελ 45-82.
[16] Rodrik D. (2000), ο.π. σελ. 185.
[17] Rodrik D. (2000), ο.π. σελ. 185.

ΣΣΑ Οπισθέλκουσα ή Αντωτική Δύναμη;

Περίληψη.
Η ύπαρξη μιας ενιαίας νομισματικής περιοχής, προϋποθέτει τον κεντρικό έλεγχο της νομισματικής πολιτικής από έναν, αρκούντως, ανεξάρτητο Οργανισμό. Στο βαθμό που η απαίτηση αυτή είναι ανελαστική, τα ιστορικά παραδείγματα (ΗΠΑ, ΕΕ) αποδεικνύουν ότι υπάρχει σημαντική ελαστικότητα ως προς τη μορφή και την ευελιξία της δημοσιονομικής πολιτικής, που θα εφαρμοστεί στη νομισματική περιοχή.

Η παρούσα εργασία προσεγγίζει τη θεωρία των άριστων νομισματικών περιοχών και εξετάζει το βαθμό που αυτή, επηρέασε την ενιαία νομισματική περιοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ): την Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ).
Εστιάζοντας στο πολυσυζητημένο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) --αφού αναφερθεί τι είναι και για ποιο λόγο υιοθετήθηκε-- παραθέτουμε τις απόψεις επιφανών οικονομολόγων οι οποίοι το αξιολογούν, προτείνοντας παράλληλα τις κατευθύνσεις αναμόρφωσης, αποδόμησης ή αναδόμησής του.
Κλείνοντας, αναφερόμαστε στις πρόσφατες εξελίξεις σχετικά με την προοπτική του ΣΣΑ μετά τη συμφωνία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου των Βρυξελών, το Μάρτιο του 2005. Τα συμπεράσματα, αν και δεν περιμένουμε να μαγνητίσουν το ενδιαφέρον της ακαδημαϊκής κοινότητας για το ριζοσπαστικό τους περιεχόμενο, υπενθυμίζουν ωστόσο, την τέταρτη “διάσταση” του χώρου: το χρόνο…

Εισαγωγή.
Στα τέλη της δεκαετίας του `80 κέρδισε έδαφος η ιδέα μιας νομισματικής ένωσης μεταξύ των χωρών μελών της ΕΕ[1]. Η καινοφανής και ιδιαίτερα προοδευτική αυτή προοπτική ήταν απόρροια του προβληματισμού που επικράτησε, τη δεκαετία του `80, λόγω του φθίνοντος ρυθμού εξέλιξης των θεμάτων της ευρωπαϊκής ατζέντας.

Οι πολιτικοί ηγέτες των κρατών μελών και των ευρωπαϊκών θεσμών, θεώρησαν ότι θα αντιπαρέρχονταν το πολιτικά κατατονικό κλίμα, μέσω του «οχήματος» της οικονομικής εμβάθυνσης. Η διέξοδος προς μια ενιαία νομισματική περιοχή έμοιαζε μονόδρομος, προκειμένου να επιτευχθεί μια μεγαλύτερη πολιτική σύγκλιση μεταξύ των χωρών μελών.

Τα κράτη μέλη, σταθμίζοντας το κόστος και το όφελος, υπέγραψαν τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, η οποία υπαγόρευε τα κριτήρια σύγκλισης[2] --προαπαιτούμενα-- για τη νομισματική ένωση. Οι χώρες που θα πληρούσαν τα κριτήρια αυτά, αν ήθελαν, θα μπορούσαν να ενταχθούν στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ).

Το ζητούμενο λοιπόν ήταν, ο αποτελεσματικότερος και λειτουργικότερος τρόπος θεσμοθέτησης της ΟΝΕ. Ποιες θα ήταν, δηλαδή, οι αρχές πάνω στις οποίες θα κτίζονταν σταδιακά, το νέο οικονομικο-πολιτικό κατασκεύασμα. Με δεδομένη την ανελαστική απαίτηση μιας νομισματικής περιοχής για κεντρικό έλεγχο της νομισματικής πολιτικής (κοινό νόμισμα, κεντρικά καθοριζόμενα επιτόκια, ευρωπαϊκό εκδοτικό προνόμιο κ.α.), το διακύβευμα εστίαζε στη δημοσιονομική πολιτική. Το κρίσιμο ερώτημα λοιπόν συνοψίζονταν στη μορφή και στο βαθμό ευελιξίας, που η τελευταία θα προσλάμβανε.

Τα κελεύσματα της ακαδημαϊκής κοινότητας.
Η θεωρία των άριστων νομισματικών περιοχών υποδεικνύει ότι για να λειτουργήσει αποτελεσματικά μια νομισματική ένωση (π.χ. η ΟΝΕ) πρέπει να οικοδομηθεί, ακολουθώντας μία από τις δύο θεμελιώδεις κατευθύνσεις[3]:
(1) Είτε να σχεδιαστεί ένας κεντρικός προϋπολογισμός ώστε, σε περίπτωση αρνητικών διαταραχών (οικονομική ύφεση, πληθωρισμός), να γίνονται αυτόματες δημοσιονομικές προσαρμογές μεταξύ των κρατών μελών (ή των περιφερειών), είτε
(2) να δοθεί στα κυρίαρχα κράτη (ή στα ομόσπονδα κρατίδια), ικανή, ευελιξία στην κατάρτιση των δημοσιονομικών πολιτικών τους ώστε να αντιμετωπίζουν τις αρνητικές διαταραχές, εφαρμόζοντας κεϋνσιανού τύπου δημοσιονομικές προσαρμογές (αύξηση τον κρατικών δαπανών μέσω: της μείωσης των κυβερνητικών εσόδων, της αύξησης των δημοσίων επενδύσεων κ.α.).

Η πρώτη κατεύθυνση, της δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού κεντρικού προϋπολογισμού ο οποίος θα οικειοποιούνταν ένα σημαντικό τμήμα των εθνικών προϋπολογισμών, κρίθηκε πολύ προωθημένη για να ακολουθηθεί από το δεδομένο μόρφωμα της ΕΕ. Αντίθετα, η δεύτερη κατεύθυνση δέχθηκε ισχυρές επικρίσεις και τελικά και αυτή (όπως και η πρώτη) δεν υιοθετήθηκε.
Πριν δούμε ποιος, παρεκκλίνων της θεωρίας, δρόμος ακολουθήθηκε, θα αναφερθούμε στις επικρίσεις που δέχτηκε η κατεύθυνση των ευέλικτων εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών:
Οι επικρίσεις εστίαζαν κυρίως, στο πιθανό ενδεχόμενο της διατηρησιμότητας των ελλειμμάτων. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, το έλλειμμα οδηγεί σε αύξηση του δημόσιου χρέους. Όταν λοιπόν, το επιτόκιο δανεισμού υπερβαίνει το ρυθμό μεγέθυνσης μιας οικονομίας τότε θα αναδυθεί μια δυναμική αυξανόμενου χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ. Επειδή αυτό δεν μπορεί να διαιωνίζεται, θα πρέπει η εθνική κυβέρνηση να εμφανίσει πρωτογενή πλεονάσματα (T-G>0 ή Τ>G)[4]. Αυτό όμως, επιτυγχάνεται, είτε μέσω της μείωσης των κρατικών δαπανών, είτε μέσω της αύξησης της φορολογίας (είτε φυσικά με συνδυασμό αυτών). Τελικά, η συσταλτική δημοσιονομική πολιτική, αφενός επιτείνει την επίδραση της αρνητικής διαταραχής παγιώνοντάς την, με τρόπο ώστε η Οικονομία να μπει σε τροχιά ύφεσης και αφετέρου δείχνει ότι η (αρχική) ευελιξία δεν είναι δυνατόν να διατηρηθεί για μακρό χρονικό διάστημα. Συνοπτικά, όπως λέει ο De Grauwe: “Η συστηματική χρήση αυτού του εργαλείου [ευέλικτη δημοσιονομική πολιτική] οδηγεί γρήγορα σε προβλήματα διατηρησιμότητας, που αναγκάζουν τις χώρες να εμφανίζουν πλεονάσματα στον προϋπολογισμό επί αρκετά χρόνια”[5].
Η άποψη της διατηρησιμότητας των ελλειμμάτων επηρέασε καταλυτικά, αρχικά τους συντάκτες της Συνθήκης του Μάαστριχτ (η οποία επέβαλε κάποιους κανόνες --κριτήρια σύγκλισης-- στις χώρες που θα γίνονταν μέλη της ΕΝΕ) και κατόπιν στην υιοθέτηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ).

Το μονοπάτι της ΟΝΕ: Τι είναι το Σύμφωνο;
Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) προτάθηκε από τη Γερμανία και κατόπιν έντονων πιέσεων που ασκήθηκαν από αυτήν, υιοθετήθηκε από τα κράτη μέλη (1997, τέθηκε σε ισχύ τον Ιανουάριο του 1999) με σκοπό να δώσει συμπαγές περιεχόμενο στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, στα θέματα που αφορούσαν την οικονομική πολιτική στην ΟΝΕ.
Σύμφωνα με το ΣΣΑ, τα κράτη μέλη θα πρέπει να στοχεύουν στην επίτευξη ισοσκελισμένων προϋπολογισμών. Σε περίπτωση που αυτό δεν είναι επιτεύξιμο, το έλλειμμα δε θα πρέπει να είναι μεγαλύτερο του 3% του ΑΕΠ τους. Η υπέρβαση του ορίου αυτού, επιφέρει πρόστιμο στην αποκλίνουσα χώρα, που δύναται να ανέλθει μέχρι και του ύψους του 0,5% του ΑΕΠ της. Στο ΣΣΑ, υπάρχει η πρόβλεψη της μη επιβολής της ποινής υπέρβασης, όταν οι χώρες αντιμετωπίζουν «ειδικές συνθήκες». Οι ειδικές αυτές συνθήκες, μπορεί να οφείλονται σε μια πτώση του ΑΕΠ που υπερβαίνει το 2%. Επειδή το όριο προσδιορισμού της ύφεσης (-2% στο ΑΕΠ), που εντάσσει μια χώρα στις «ειδικές συνθήκες», κρίθηκε ως πολύ μεγάλο, συμφωνήθηκε, όταν το ΑΕΠ μειώνεται από 0,75% έως 2%, να αποφασίζεται τόσο η επιβολή όσο και το ύψος του προστίμου από τους υπουργούς Οικονομικών των χωρών μελών (ECOFIN). Όταν η πτώση του ΑΕΠ είναι μικρότερη του 0,75% συμφώνησαν --τα κράτη μέλη-- να μην επικαλούνται ειδικές συνθήκες.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημάνουμε ότι με την έναρξη ισχύος του ΣΣΑ αλλά και με τα κριτήρια σύγκλισης του Μάαστριχτ, ο δρόμος που επέλεξε η ΕΕ για την οικοδόμηση της ΟΝΕ απείχε από τις αρχές της θεωρίας των άριστων νομισματικών περιοχών. Σε πείσμα της θεωρίας, η ΕΕ και τα κράτη μέλη, υιοθέτησαν τη μεθοδολογία των ασφυκτικά χειραγωγούμενων, αποκεντρωμένων, δημοσιονομικών πολιτικών. Ο λόγος, για τον οποίο μπήκαν φραγμοί στη άσκηση των εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών, αναδύεται μέσω της αξιολόγησης των κανόνων του ΣΣΑ.

Αξιολόγηση των κανόνων του ΣΣΑ.
Ο κανόνας της μη υπέρβασης του ορίου του ελλείμματος υιοθετήθηκε με σκοπό τη μείωση των εξωτερικοτήτων (αλληλεπιδράσεων) που προκαλεί το ολοένα και αυξανόμενο χρέος κάποιων χωρών.
Ας δούμε όμως πως εμφανίζονται αυτές οι εξωτερικότητες: Οι χώρες που εμφανίζουν έλλειμμα στον προϋπολογισμό τους, αυξάνουν το λόγο χρέους προς ΑΕΠ. Όταν ο λόγος αυτός βαίνει αυξανόμενος (μη διατηρήσιμος), οι χώρες καταφεύγουν όλο και συχνότερα στις κεφαλαιαγορές της ΕΕ για δανεισμό. Η υπερβάλλουσα ζήτηση δανείων, αυξάνει το επιτόκιο δανεισμού της Ένωσης και αυτό με τη σειρά του επηρεάζει το επίπεδο τον κρατικών χρεών των άλλων χωρών. Βλέποντας οι τελευταίες ότι το πηλίκο χρέους προς ΑΕΠ αυξάνει, θα αναγκαστούν να ακολουθήσουν συσταλτικές δημοσιονομικές πολιτικές, προκειμένου να το σταθεροποιήσουν. Έτσι, χωρίς να ευθύνονται, πληρώνουν το κόστος της “χυδαίας οικονομικής διαχείρισης ” (όπως θα έλεγε και ο Marx) των επιρρεπών, σε ελλείμματα και χρέη, χωρών.
Μάλιστα, δεν είναι απίθανο, οι χώρες που πλήττονται από το υψηλό επιτόκιο ,να πιέσουν την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) να χαλαρώσει τη νομισματική πολιτική της.
Κατά συνέπεια οι μη διατηρήσιμες δημοσιονομικές πολιτικές δημιουργούν προβλήματα και στην εφαρμοζόμενη ευρωπαϊκή νομισματική πολιτική.

Η συλλογιστική αυτή, αν και φαίνεται πειστική, νομιμοποιώντας κατά κάποιο τρόπο την παρεμβατική λειτουργία της ΕΕ στις δημοσιονομικές πολιτικές των κυρίαρχων κρατών, έχει δεχθεί επικρίσεις[6]:
(1) Εμμέσως, η συλλογιστική αυτή, τεκμαίρει ως δεδομένο ότι οι κεφαλαιαγορές δεν λειτουργούν αποτελεσματικά. Δεν έχουν δηλαδή την ικανότητα να διακρίνουν, ποιες χώρες δεν μπορούν να σταθεροποιήσουν το χρέος τους και έτσι οι κεφαλαιαγορές αυξάνουν το επιτόκιο δανεισμού σε όλες, ανεξαιρέτως, τις κυβερνήσεις που καταφεύγουν σε αυτές. Το επιχείρημα των “τυφλών” κεφαλαιαγορών είναι μάλλον ασθενές, μιας και αυτές έχουν τόσο τη δυνατότητα όσο και την ικανότητα, να προσδιορίζουν και να προσαρμόζουν την αμοιβή κινδύνου που ζητούν από κάθε δανειολήπτη.
(2) Μια δεύτερη επίκριση αφορά τον ίδιο το μηχανισμό επιβολής των κανόνων. Δεν είναι εύκολο σε έναν υπερεθνικό Οργανισμό (Commission) να ελέγξει ενδελεχώς και με απόλυτη ακρίβεια, ούτε τους κρατικούς λογαριασμούς των κυρίαρχων κρατών, αλλά ούτε και να επαληθεύσει τα στοιχεία που της εμφανίζουν. Άλλωστε ποιος καταστηματάρχης επιτρέπει στο λογιστή του να ελέγξει το τι έχει στο ταμείο του;
Όπως αναφέρει ο De Grauwe, οι έρευνες δείχνουν, ότι όποτε επιβλήθηκαν τέτοιοι κανόνες, η αποκαλούμενη δημιουργική λογιστική άμβλυνε την αποτελεσματικότητά τους.

Αν λοιπόν, τόσο ο κανόνας όσο και το όριο (3%) για το έλλειμμα δε φαίνεται να έχουν ισχυρά ερείσματα οικονομικής ορθολογικότητας, τότε ο προβλεπόμενος μηχανισμός επιβολής προστίμου στα παρεκκλίνοντα κράτη, είναι μια ανορθολογική χίμαιρα: Η όποια επιβολή προστίμου, σύμφωνα με το ΣΣΑ, αποφασίζεται με πλειοψηφία δύο τρίτων στο ECOFIN. «Δεδομένου ότι οι περισσότερες υφέσεις που πλήττουν διάφορες χώρες σχετίζονται μεταξύ τους, είναι απίθανο να εξασφαλίζεται η πλειοψηφία που απαιτείται για την επιβολή ποινών»[7].

Τελικά, αφού οι οικονομολόγοι δεν κατάφεραν να προσδιορίσουν, με οικονομικούς όρους, την αναγκαιότητα αλλά και τα επιμέρους χαρακτηριστικά του Συμφώνου, αναδύεται ως ζητούμενο η αιτιολόγηση της υιοθέτησής του από τα κράτη μέλη.

Γιατί υιοθετήθηκε το ΣΣΑ;
Κατά τους Alesina και Perotti[8], τα κίνητρα για την υιοθέτηση του Συμφώνου ήταν πολιτικά. Η Γερμανία εγκαταλείποντας τον έλεγχο της νομισματικής της πολιτικής, φοβόταν ότι η μακροχρόνια οικονομική της σταθερότητα θα εκτίθονταν σε κίνδυνο. Για το λόγο αυτό δεν ήθελε τα μέλη της ΟΝΕ να εφαρμόζουν αλόγιστες οικονομικές πολιτικές. Έτσι, το έλλειμμα στον προϋπολογισμό και το χρέος αποτελούσαν δύο παρατηρήσιμους δείκτες της οικονομικής κακοδιαχείρισης. Μάλιστα στις αρχικές συζητήσεις για το Σύμφωνο, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών είχε προτείνει την αυτόματη επιβολή προστίμων σε περίπτωση υπέρβασης του ορίου του ελλείμματος[9]. Η πρόταση αποσκοπούσε στο να γίνει αξιόπιστη η απειλή επιβολής προστίμου.

Ο Martin Feldstein[10], πρόσφατα (2005), δίνει μια πειστική οικονομική εξήγηση των λόγων υιοθέτησης του ΣΣΑ. Υποστηρίζει ότι η συνύπαρξη κεντρικά ελεγχόμενης νομισματικής πολιτικής, με αποκεντρωμένες δημοσιονομικές πολιτικές, προκαλεί μια εγγενή κλίση, στις χώρες μέλη της νομισματικής περιοχής, για δημιουργία χρόνιων δημοσιονομικών ελλειμμάτων και υψηλού λόγου χρέους προς ΑΕΠ. Αυτή, λοιπόν, την ισχυρή ροπή προς ελλείμματα και χρέη, προσπάθησαν να θέσουν υπό περιορισμό μέσω του ΣΣΑ.
Αξίζει να αναφέρουμε ότι ο Feldstein, εν αντιθέσει με τον De Grauwe, πιστεύει ότι τελικά το επιχείρημα των “τυφλών” κεφαλαιαγορών δεν είναι και τόσο ασθενές. Αντιστρέφει όμως την οπτική της “τύφλωσης” και υποστηρίζει ότι οι αγορές δεν τιμωρούν τις χώρες με υψηλά μακροχρόνια ελλείμματα αλλά ούτε και επιβραβεύουν αυτές με πλεονάσματα ή με μικρό λόγο χρέους προς ΑΕΠ. Έτσι λοιπόν, επιτείνουν το πρόβλημα του free rider. Ενδεικτικά, αναφέρει ότι το μακροχρόνιο επιτόκιο των κυβερνητικών ομολόγων των χωρών της ευρωζώνης δεν αντανακλά τις διαφορές στα ελλείμματα, ούτε αναγνωρίζει το ύψος του κυβερνητικού χρέους. Το επιτόκιο των 10-ετών κυβερνητικών ομόλογων, στο τέλος του 2004 ήταν 3,72% για τη Γαλλία, 3,71% για τη Γερμανία, 3,88% για την Ιταλία και 3,76% για την Ισπανία, παρότι η τελευταία είχε πολύ χαμηλότερο έλλειμμα (1,1% του ΑΕΠ) από ότι οι δύο πρώτες και παρότι το χρέος της ήταν σχεδόν το μισό αυτού της Ιταλίας (της οποίας το ύψος είναι περίπου 106% του ΑΕΠ).

Η μεταστροφή της κυρίαρχης άποψης για το ΣΣΑ.
Η πορεία προς την ΟΝΕ συνέπεσε με μια σημαντική μείωση του ελλείμματος των ευρωπαϊκών κρατών. Μάλιστα για κάποιες από αυτές --Ιταλία και Ελλάδα, οι οποίες είχαν πολύ μεγάλο χρέος-- τα κριτήρια σύγκλισης λειτούργησαν ως ένα ισχυρό κίνητρο μιας και ήταν ορατός ο φόβος αποκλεισμού τους από την αρχική φάση της ΟΝΕ. Παράλληλα, τη δεκαετία του `90 ο παγκόσμιος οικονομικός κύκλος ήταν ευνοϊκός, κάνοντας έτσι ευκολότερη την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων. Καθώς όμως η πίεση για το ευρώ εξασθένισε και η παγκόσμια οικονομία βρέθηκε σε φάση ύφεσης, η διατηρησιμότητα των όρων του Συμφώνου τέθηκε εν αμφιβόλλω. Πολεμήθηκε από πολιτικούς και ακαδημαϊκούς σε δύο, κυρίως, μέτωπα:
(1) Το Σύμφωνο εμποδίζει τις κυβερνήσεις από το να χρησιμοποιήσουν τη δημοσιονομική πολιτική για αντικυκλικούς σκοπούς, ακριβώς τότε που τα δημοσιονομικά εργαλεία χρειάζονται περισσότερο και ειδικότερα όταν έχουν εγκαταλειφθεί τα εργαλεία νομισματικής πολιτικής.
(2) Το Σύμφωνο πιέζει προς την κατεύθυνση της περικοπής του ρυθμού ανάπτυξης των δημοσίων επενδύσεων.

Οι Alesina και Perotti (2004) παραθέτουν το παράδειγμα του Ιρλανδικού «Προγράμματος Σταθερότητας» όπου το 2001, μετά από μια δεκαετία πρωτοφανούς ανάπτυξης (είχε το μεγαλύτερο πλεόνασμα και το μικρότερο χρέος στη ζώνη του ευρώ), εισηγήθηκε μια μικρή μείωση του πλεονάσματός της (από 4,5% στο 4,2% του ΑΕΠ) μέσω της οριακής μείωσης των εσόδων και των έμμεσων φόρων καθώς και της αύξησης των δημοσίων επενδύσεων. Αυτή η μικρή προσαρμογή ήταν αρκετή για να προβεί το ECOFIN (μετά από εισήγηση της Commission) σε μια δριμύτατη επίπληξη, που όπως περιγράφουν οι δύο συγγραφείς έφτανε στα όρια του οικονομικού παραλογισμού. Μάλιστα με ειρωνικό τόνο σχολιάζουν : “…θα πρέπει κάποιος να σταθεί στην «ικανότητα» [των ευρωπαϊκών θεσμών] καθορισμού ποσοτικών συνεπειών από απειροελάχιστες μεταβολές στον ένα ή στον άλλο τύπο δαπανών ή στους φόρους”[11]. Συνεχίζοντας, σχολιάζουν τα αντιφατικά συμπεράσματα της αναφοράς του ECOFIN και καταλήγουν στο συμπέρασμα, πως το μεγαλύτερο πρόβλημα με την εφαρμογή της Συνθήκης του Μάαστριχτ και του Συμφώνου είναι, ότι άφησαν ανοιχτή την πόρτα για την αύξηση της ισχύος της Commission πολύ πέρα από τις αρχικές επιδιώξεις. Μάλιστα, αυτή η αυξημένη ισχύ εκφράζεται μέσω της προσπάθειας της Commission να συντονίσει και να ρυθμίσει τη δημοσιονομική πολιτική των κρατών μελών σε τέτοια έκταση, που είναι εκτός των επιδιώξεων και των δυνατοτήτων οποιουδήποτε ευρωπαϊκού θεσμού.
Το ΣΣΑ ως γνήσιο τέκνο της κατίσχυσης της μονεταριστικής αντίληψης (που θεσμοθετήθηκε στην ΕΕ με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ) στις δεκαετίες `80 - `90, αρχίζει να δέχεται έντονες επικρίσεις. Η σιδηρά δημοσιονομική πειθαρχία και η εντατικοποίηση της καθοδηγητικής κουλτούρας (Alesina-Perotti, 2004), που επιβάλουν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί στα κράτη μέλη, βρίσκονται υπό αναθεώρηση.

Η Προοπτική του ΣΣΑ.
Στον πίνακα που ακολουθεί απεικονίζεται το ισοζύγιο του προϋπολογισμού των κρατών μελών της ΕΕ. Τα ελλείμματα, μετά το 2002, που παρουσίασαν οι σημαντικότερες ευρωπαϊκές οικονομίες: Γερμανία, Γαλλία και Η.Β., υπερβαίνουν το όριο του ΣΣΑ:

GENERAL GOVERNMENT FINANCIAL BALANCES (% OF NOMINAL GDP)
2000 2001 2002 2003 2004p 2005p 2006p
Austria -1.7 0.1 -0.4 -1.3 -1.5 -2.3 -2.2
Belgium 0.2 0.6 0.1 0.3 -0.1 -0.9 -1.1
Finland 7.1 5.2 4.3 2.1 1.1 1.5 1.8
France -1.4 -1.5 -3.3 -4.1 -3.7 -3.2 -3.0
Germany 1.3 -2.8 -3.7 -3.8 -3.9 -3.4 -2.6
Greece -4.2 -3.7 -3.8 -4.6 -5.3 -3.7 -3.3
Ireland 4.4 1.0 -0.2 0.2 0.0 -0.2 -0.5
Italy -0.7 -2.7 -2.4 -2.5 -2.9 -3.1 -3.6
Luxembourg 6.0 6.4 2.8 0.8 0.8 -0.2 -0.5
Netherlands 2.2 -0.1 -1.9 -3.2 -3.2 -2.4 -1.7
Portugal -2.9 -4.4 -2.7 -2.8 -2.8 -3.0 -3.8
Spain -0.9 -0.4 -0.1 0.4 0.4 -0.2 -0.2
Euro area 0.1 - 1.7 -2.4 -2.8 -2.8 -2.6 -2.4
Denmark 2.5 2.8 1.6 1.2 1.2 1.4 1.5
Sweden 5.1 2.9 -0.3 0.1 0.1 0.8 1.2
Un Kingdom 3.8 0.7 -1.7 -3.5 -3.5 -3.3 -3.2
Πηγή: OECD Economic Outlook 76 database και παρατίθεται στο: “Can the Stability Pact Be Reformed?” Niels Thygesen, Project Syndicate, November 2004, www.project-syndicate.org

Το Νοέμβριο του 2003 το ECOFIN αποφάσιζε, για το αν θα επιβληθούν ποινές (υπαγωγή στη Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος) στη Γερμανία και στη Γαλλία. Η Commission εισηγήθηκε τη λήψη έκτακτων μέτρων, για τη μείωση του ελλείμματος κατά 0,8% και 0,4% του ΑΕΠ τους, αντίστοιχα. Παρόλα αυτά το ECOFIN αποφάσισε να θέσει σε αναστολή τη Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος για τις δύο αυτές χώρες. Η απόφαση προκάλεσε την εντονότατη αντίδραση της Commission η οποία προχώρησε σε αγωγή κατά του Συμβουλίου στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο[12]. Το τελευταίο, ερμηνεύοντας τη Συνθήκη και το Σύμφωνο “κατά γράμμα”, αποφάσισε τον Ιούλιο του 2004, ότι το ECOFIN δεν είχε το δικαίωμα να θέσει σε αναστολή τη Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος. Παρόλα αυτά, καμία τιμωρία δεν επιβλήθηκε και ούτε αναμένεται να επιβληθεί[13].
Με την απόφαση αυτή, όπως υποστηρίζουν οι Alesina και Perotti, γίνεται ξεκάθαρο ότι το Σύμφωνο, ως έχει, δεν πρόκειται να εφαρμοστεί για καμία χώρα.

Οι Προτάσεις Αναμόρφωσης του ΣΣΑ.
Κατά τον Niels Thygesen,[14] η ανάγκη αναμόρφωσης του Συμφώνου είναι αυταπόδεικτη, μιας και οι μεγάλες χώρες παραβιάζουν αλλεπάλληλα τους κανόνες. Όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας, οι προτάσεις που πέφτουν στο τραπέζι δεν είναι αμοιβαία αποκλειόμενες, αλλά έχουν διαφορετική φιλοσοφία και παράγουν διαφορετικά αποτελέσματα: Αν, για παράδειγμα επεκταθεί το χρονικό διάστημα στο οποίο οι χώρες θα πρέπει να συμμορφωθούν με το Σύμφωνο, τότε μειώνεται η αναγκαιότητα άλλων αλλαγών. Ομοίως, αν κάποιες δαπάνες εκπίπτουν από τον υπολογισμό του ελλείμματος, τότε το όριο του 3% μπορεί να διατηρηθεί. Η εξαίρεση, όμως, κάποιων δαπανών (π.χ. ερευνητικών προγραμμάτων) θα δημιουργήσει τριβές, μιας και η χρηματοδότηση, των εξαιρούμενων δαπανών, με εξωτερικό δανεισμό θα προκαλέσει διαμάχες μεταξύ της Commission και των κυβερνήσεων των κρατών.
Άλλοι πάλι, προτείνουν τη διεύρυνση του ορισμού των «ειδικών συνθηκών». Ειδικότερα προτείνουν, οι χώρες που πέρασαν το όριο εξαιτίας της υπερεκτίμησης του ρυθμού ανάπτυξής τους, να τυγχάνουν επιεικέστερης αντιμετώπισης σε σχέση με αυτές που σκοπίμως παραβίασαν το όριο. Ο Thygesen, δέχεται ότι ως γενική αρχή μπορεί να ακούγεται ελκυστική, όμως έτσι, η παρακολούθηση του ελλείμματος θα βασίζεται περισσότερο στους στόχους και λιγότερο στα αποτελέσματα και πιθανών να δώσει, η αρχή αυτή, ένα ισχυρότερο κίνητρο στις κυβερνήσεις για νόθευση των προβλέψεων.
Κατά τους Tabellini και Boeri[15] το Σύμφωνο πρέπει να αντιμετωπίσει δύο αντικρουόμενους στόχους:
(1) το υπερβολικό έλλειμμα των χωρών, και
(2) την ανάγκη να δοθεί η δυνατότητα στις χώρες να νομοθετήσουν τις αναγκαίες δομικές αλλαγές, ώστε να βελτιωθεί η ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα.
Η γήρανση του πληθυσμού, η υψηλή φορολογική επιβάρυνση και η εξασθενημένη ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα, απαιτούν δομικές αναδιαρθρώσεις. Αυτές οι αλλαγές όμως, φέρνουν αποτελέσματα προϊόντος του χρόνου, ενώ το κόστος (πολιτικό και οικονομικό) είναι άμεσο και υψηλό.
Ως παράδειγμα, οι δύο συγγραφείς, φέρουν τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης: Το υπάρχον αναδιανεμητικό σύστημα (pay-as-you go), το οποίο είναι κυρίαρχο στα ευρωπαϊκά κράτη και προκαλεί οξύτατες πιέσεις στους προϋπολογισμούς τους, θα πρέπει να μετατραπεί σε κεφαλαιουχικό (fully funded). Η υιοθέτηση του τελευταίου, ειδικότερα κατά τη μεταβατική περίοδο της αλλαγής, θα υποχρεώσει τα κράτη από τη μια να κεφαλαιοποιούν τις κρατήσεις κοινωνικής ασφάλισης των νέο-ασφαλιζόμενων και από την άλλη να πληρώνουν συντάξεις μέσω άλλων πηγών εσόδων (π.χ. ιδιωτικοποιήσεις, εξωτερικός δανεισμός). Αυτό, μοιραία, θα εκτινάξει τα ελλείμματα του κρατικού προϋπολογισμού, κάτι που απαγορεύεται από το Σύμφωνο, παρότι μια τέτοια απόφαση θα εξυγίανε το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης.
Ενώ λοιπόν ο βασικός λόγος υιοθέτησης του Συμφώνου ήταν για να προστατεύσει τους ευρωπαίους πολίτες από μυωπικές κυβερνήσεις, τελικά κατέληξε να τις ωθεί σε μια διαρκώς εντεινόμενη μυωπική συμπεριφορά.
Οι Tabellini και Boeri συντάσσονται με αυτούς που υποστηρίζουν, ότι οι χώρες με μικρό πηλίκο χρέους προς ΑΕΠ θα πρέπει να έχουν μεγαλύτερη «ελευθερία» στην άσκηση της δημοσιονομικής τους πολιτικής. Επίσης υποστηρίζουν, ότι οι χώρες που προωθούν δομικές αλλαγές (π.χ. αναμόρφωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης) ή που προωθούν και προσεγγίζουν τους στόχους της Λισσαβόνας θα πρέπει να τυγχάνουν διαφορετικής αντιμετώπισης σε σχέση με τα όρια του ελλείμματος που επιβάλλει το ΣΣΑ.
Η ουσιαστική συμμετοχή τους στη συζήτηση, έγκειται στην πρότασή τους σχετικά με το πώς το ΣΣΑ θα γίνει λειτουργικό, ευνοώντας και συμβάλλοντας στην προώθηση των αναγκαίων δομικών αλλαγών. Προτείνουν λοιπόν, την επιλογή κάποιων περιεκτικών και ταυτόχρονα λειτουργικών δεικτών, οι οποίοι θα απεικονίζουν με σχετική ακρίβεια την πρόοδο που κάνουν οι χώρες στο επίπεδο των διαρθρωτικών αλλαγών. Στις χώρες, λοιπόν, που βελτιώνουν τους δείκτες αυτούς, η επιτρεπόμενη ανοχή στα δημοσιονομικά τους ελλείμματα θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη.

Κατά τον Feldstein[16], είναι ξεκάθαρο ότι, σε ένα σύστημα με κεντρικά καθοριζόμενη νομισματική πολιτική και αποκεντρωμένες δημοσιονομικές πολιτικές, η δημοσιονομική αποτελεσματικότητα δεν μπορεί να αφεθεί στις εθνικές κυβερνήσεις. Στο βαθμό όμως που η Ομοσπονδιοποίηση της ΕΕ βρίσκει ανταπόκριση μόνο στις ενοράσεις του Rodric (2000)[17], o Feldstein προτείνει ως μέτρο αξιολόγησης της δημοσιονομικής κατάστασης των χωρών μελών, μακροοικονομικούς δείκτες με παρανομαστή, το ρυθμό μεταβολής της εγχώριας ανεργίας. Κατ΄ αυτόν, όταν τα δημοσιονομικά ελλείμματα συνοδεύονται από μια αντίστοιχη άνοδο του επιπέδου ανεργίας, είναι δεδομένο ότι τα ελλείμματα οφείλονται στους οικονομικούς κύκλους (αναποτελεσματική ζήτηση) και επομένως δεν είναι διατηρήσιμα. Αντίστροφα, όταν τα ελλείμματα αυτά συνοδεύονται από μη μεταβαλλόμενο (σταθερά υψηλό) επίπεδο ανεργίας, τότε τα ελλείμματα αντανακλούν δομικές δυσλειτουργίες της εγχώριας αγοράς και συνεπώς είναι διατηρήσιμα. Με τον τρόπο αυτό οι εθνικές κυβερνήσεις θα παύσουν να επικαλούνται την αναποτελεσματική ζήτηση ως αιτία των υψηλών ελλειμμάτων και θα πειστούν ότι το πρόβλημα είναι “δομικό” και συνεπώς, θα στραφούν στην αναδόμηση του μικροοικονομικού τους περιβάλλοντος.
Αυτή ακριβώς είναι και η διαφορά μεταξύ της οικονομικής πολιτικής των ΗΠΑ και αυτής της ΟΝΕ: Παρότι η Αμερική έχει μία, κεντρικά ελεγχόμενη, νομισματική πολιτική και κάθε πολιτεία έχει το δικό της προϋπολογισμό, όπως δηλαδή και οι χώρες μέλη της ΟΝΕ, η ειδοποιός διαφορά τους είναι τα χαρακτηριστικά της αγορά εργασίας. Η μεγαλύτερη κινητικότητα εργασίας και η ελαστικότητα των μισθών στην Αμερική, εγγυώνται την υλοποίηση των αρχών της θεωρίας των άριστων νομισματικών περιοχών. Επιπρόσθετα, βέβαια, και συμπληρωματικά ως προς την ορθή χρήση των μικροοικονομικών εργαλείων, οι ΗΠΑ έχουν υψηλότατο Ομοσπονδιακό δημοσιονομικό προϋπολογισμό, με τον οποίο καλύπτουν αποτελεσματικά τις ασύμμετρες, μεταξύ των πολιτειών, διαταραχές. Αντίθετα οι μεταβιβαστικές πληρωμές εντός της ΕΕ, δεν είναι ούτε τόσο υψηλές αλλά ούτε και ανάλογα αποτελεσματικές[18].

Ενώ λοιπόν, η συζήτηση στην ακαδημαϊκή κοινότητα εντείνεται, στο ευρωπαϊκό πολιτικό επίπεδο προωθήθηκε, προσωρινά, μια συμφωνία κυρίων, σύμφωνα με την οποία τα κράτη μέλη θα πρέπει να επιδιώκουν τη μη υπέρβαση του ορίου του ελλείμματος σε μακροχρόνιο ορίζοντα και όχι σε ετήσια βάση[19]. Στο ίδιο πνεύμα, συμφωνήθηκε, οι χώρες με μικρό χρέος (χαμηλό πηλίκο χρέους προς ΑΕΠ) να έχουν μεγαλύτερη ευελιξία στο όριο του ελλείμματος, στο βαθμό που λαμβάνουν μέτρα για να επιτύχουν τη μακροχρόνια βιωσιμότητα των συνταξιοδοτικών τους συστημάτων[20]. Ομοίως, στο πολιτικό επίπεδο, οι προτάσεις αναμόρφωσης του ΣΣΑ ακολούθησαν την κατεύθυνση της αλλαγής του τρόπου υπολογισμού των ελλειμμάτων. Έτσι, η Γερμανία, ως η χώρα με την υψηλότερη συνεισφορά στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, πρότεινε, οι συνεισφορές αυτές να μην υπολογίζονται στις κυβερνητικές δαπάνες. Η Γαλλία, με τις μεγαλύτερες αμυντικές δαπάνες, πρότεινε να εκπίπτουν αυτές από τον υπολογισμό του ελλείμματος, ενώ η Ιταλία να μην προσμετρούνται οι δαπάνες R&D (Research and Development).

Τελικά τι αποφασίστηκε για το ΣΣΑ, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το Μάρτιο του 2005;
Η «χαλάρωση» του ΣΣΑ.
Η συζήτηση για το ΣΣΑ, που αναπτύχθηκε στο πολιτικό και ακαδημαϊκό ευρωπαϊκό επίπεδο --και όχι μόνο[21]-- είχε ως άμεσο αποτέλεσμα τη διατήρηση των κανόνων του Συμφώνου (διατήρηση των ορίων: 3% του ΑΕΠ για το δημοσιονομικό έλλειμμα και 60% για το δημόσιο χρέος), αλλά την άμβλυνση των κανόνων για τις συνέπειες που επιβάλλει το Σύμφωνο στα παρεκκλίνοντα κράτη. Η χαλάρωση, λοιπόν, του ΣΣΑ δεν κινήθηκε προς την κατεύθυνση της αλλαγής του ορίου των ελλειμμάτων και ούτε, φυσικά, επιτρέπει στα μέλη της ΟΝΕ να παρουσιάζουν εσαεί ελλείμματα. Απλώς, δίνει τη δυνατότητα στους “παραβάτες” να μειώνουν τα ελλείμματά τους, σταδιακά και μέχρι του ορίου 3% του ΑΕΠ τους, εντός ενός ανώτατου χρονικού διαστήματος πέντε ετών, χωρίς συνέπειες και ποινές.
Στη διάσκεψη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, στις Βρυξέλες, το Μάρτιο του 2005, συμφωνήθηκαν επίσης, οι προϋποθέσεις, για να ισχύσει η διεύρυνση του χρόνου που έχει στη διάθεσή της η κάθε κυβέρνηση για να επανέρθει σε κατάσταση δημοσιονομικής πειθαρχίας. Έτσι, νομίμως και χωρίς τη “δαμόκλειο σπάθη” των ποινών, τα κράτη μέλη μπορούν να υπερβούν το όριο του ελλείμματος στο βαθμό που κάνουν σημαντικές δαπάνες στους τομείς της εκπαίδευσης, της έρευνας, της ανθρωπιστικής βοήθειας και στο μέτρο που προωθούν πολιτικές που συμβάλουν στην ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Η συμφωνία των Βρυξελών, κατά την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, προκαλεί σύγχυση. To Economist (26-3-2005) υποστηρίζει ότι το ΣΣΑ χαλάρωσε τόσο ώστε παύει πλέον να έχει νόημα, ενώ ο Feldstein (2005) διαπιστώνει ότι δεν υπάρχει πλέον κανένα φρένο στη δημιουργία δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Προβλέπει, ότι ακριβώς επειδή, ούτε οι αγορές φαίνεται να τιμωρούν τις απείθαρχες δημοσιονομικά χώρες, αλλά ούτε και να επιβραβεύουν τους «καλούς νοικοκυραίους», τελικά όλες οι χώρες θα στραφούν προς την κατεύθυνση της ορθολογικής επιλογής: Αναζωογόνηση του ρυθμού ανάπτυξης, μέσω της δημιουργίας ελλειμμάτων και χρεών, των οποίων την αύξηση θα προσπαθούν να αιτιολογήσουν με πειστικό τρόπο.

Συμπεράσματα.
Στον τίτλο της παρούσας εργασίας διατυπώνεται το κρίσιμο ερώτημα για το αν τελικά το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) μπορεί να χαρακτηριστεί ως οπισθέλκουσα ή ως αντωτική δύναμη. Χρησιμοποιώντας το διαζευκτικό σύνδεσμο υπονοούμε, κατά βάση, αλληλοαποκλειόμενες ή αλληλοαναιρούμενες έννοιες. Ο χαρακτηρισμός που, τελικά, θα προσδώσει κάποιος στο ΣΣΑ, εξαρτάται από τη χρονική περίοδο που εξετάζει.

Η Συνθήκη του Μάαστριχτ και το Σύμφωνο ήταν θεσμικές ενσωματώσεις, που ήραν τις όποιες (είναι αλήθεια, σημαντικές) φοβίες και αντιρρήσεις κατά την περίοδο που έπρεπε να ληφθεί η απόφαση για το δύσκολο εγχείρημα της ΟΝΕ, αλλά και κατά την περίοδο της έναρξης ισχύος της. Ήταν, θα λέγαμε, με αεροπορικούς όρους, οι αντωτικές δυνάμεις που επέτρεψαν την αποκόλληση του «αερόπλοιου» της ΟΝΕ και κατ΄ επέκταση της ΕΕ, από το πολιτικό τέλμα του ευρωσκεπτικισμού και της απαισιοδοξίας. Ειδικότερα, το ΣΣΑ έδινε συμπαγές περιεχόμενο στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, επιτρέποντας στους ευρωπαίους γραφειοκράτες να περιορίζουν τον πολιτικό ανορθολογικό ακτιβισμό και την οικονομική κακοδιαχείριση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων.
Ο ευνοϊκός οικονομικός κύκλος της περιόδου, ο φόβος αποκλεισμού από την αρχική φάση της ΟΝΕ (για κάποιες χώρες) και γενικότερα ο ενθουσιασμός που συνόδευε το στόχο της ΟΝΕ, έκανε το ΣΣΑ ένα χρήσιμο εργαλείο δημοσιονομικής σύγκλισης και πειθαρχίας καθώς και ένα μέσο μείωσης των ελλειμμάτων.

Καθώς το κοινό νόμισμα πήρε τη θέση των εθνικών τραπεζογραμματίων, η νομισματική πολιτική «μετακόμισε» στη Φρανκφούρτη και η παγκόσμια οικονομία βρέθηκε σε φάση ύφεσης, τα σημαντικότερα μέλη της ΟΝΕ είδαν τις οικονομίες τους να εμφανίζουν αναιμικούς ρυθμούς ανάπτυξης και τα ελλείμματά τους να αυξάνουν. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η εξέλιξη αυτή είναι θέμα οικονομικού κύκλου, κάποιοι άλλοι επιρρίπτουν ευθύνες στη συντηρητική ΕΚΤ, η οποία ενδιαφέρεται μόνο για τον πληθωρισμό. Η ΕΚΤ υποστηρίζει, ότι ευθύνη φέρουν οι μικροοικονομικές ακαμψίες των κυβερνήσεων των κρατών μελών (ανεπαρκής κινητικότητα εργασίας, εργασιακή νομοθεσία) και οι μικροπολιτικές σκοπιμότητες των γηγενών κομμάτων. Κάποιοι άλλοι τέλος, έχουν πεισθεί ότι το ΣΣΑ «είναι ηλίθιο», είναι δηλαδή η οπισθέλκουσα δύναμη που κρατά την ευρωπαϊκή οικονομία πακτωμένη στα καθοδικά τεταρτημόρια των οικονομικών κύκλων.

Ο Marx, το 1848, έγραφε …διαλύονται όλες οι στέρεες, σκουριασμένες σχέσεις με την ακολουθία τους από παλιές σεβάσμιες παραστάσεις και αντιλήψεις κι όλες οι καινούργιες που διαμορφώνονται παλιώνουν πριν προλάβουν να αποστεωθούν. Καθετί το κλειστό και στάσιμο εξατμίζεται[22]. Έτσι ακριβώς λειτούργησε και το ΣΣΑ. Ήταν ένα χρήσιμο εργαλείο το οποίο όμως παρέμεινε “κλειστό και στάσιμο”, δεν εξελίχθηκε και δεν προσαρμόστηκε, εγκαίρως, στο ραγδαίως μεταβαλλόμενο μακροοικονομικό περιβάλλον.
Η εξαρτημένη μεταβλητή: πώς θα λειτουργήσει το ΣΣΑ; (μετά την «χαλάρωση» που υπέστη στις Βρυξέλες), θα καθοριστεί από τις “τιμές” που θα πάρουν οι ανεξάρτητες μεταβλητές, που προσδιορίζουν το βαθμό εξορθολογισμού των γηγενών πολιτικών δρώντων. Αν δηλαδή και σε ποιο βαθμό, έχουν πεισθεί ότι ήρθε η ώρα, για να προωθήσουν τις αναγκαίες δομικές αλλαγές στην αγορά εργασίας και για να αυξήσουν τις δαπάνες τους για την εκπαίδευση και την έρευνα, συμβάλλοντας κατ΄ αυτό τον τρόπο στην προσέγγιση των “γεωγραφικών συντεταγμένων” του αερο-διαδρόμου, που (προσδιορίστηκε με τους στόχους της Λισσαβόνας, ότι) θέλει, η ΕΕ, να πλοηγήσει το αερόπλοιό της.

χουρδάκης ευστράτιος.


[1] Ακριβολογώντας, στην αναφερόμενη περίοδο, δεν υπήρχε ΕΕ, αλλά Ευρωπαϊκές Κοινότητες --ΕΟΚ, ΕΚΑΧ, ΕΚΑΕ-- οι οποίες συναποτελούν, μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, την ΕΕ.
[2] Αναλυτικά τα κριτήρια σύγκλισης στο: De Grauwe, Paul, “Τα Οικονομικά της Νομισματικής Ένωσης”, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2003, σελ.193
[3] ο.π. σελ.289-291
[4] όπου G: το ύψος των κρατικών δαπανών (μείων των τόκων που καταβάλλονται για την εξυπηρέτηση του κρατικού χρέους), και T: τα φορολογικά έσοδα.
[5] De Grauwe (2003) σελ. 296
[6] Εκτενέστερα, οι επικρίσεις καθώς και οι συγγραφείς που τις εξέφρασαν, αναφέρονται στο De Grauwe (2003) σελ. 299-302.
[7] ο.π. σελ. 313
[8] Alberto Alesina & Roberto Perotti, (2004), “The European Union: A Politically Incorrect View, NBER Working Paper 10342, page 13.
[9] De Grauwe (2003), υποσημείωση σελ. 297
[10] Martin Feldstein, (2005), “The Euro and the Stability Pact”, NBER Working Paper 11249.
[11] Alberto Alesina & Roberto Perotti, (2004), σελ. 14 (η μετάφραση του γράφοντος).
[12] Alberto Alesina & Roberto Perotti, (2004), ο.π. σελ. 15
[13] Martin Feldstein, (2005), ο.π. σελ. 5
[14] Niels Thygesen, “Can the Stability Pact Be Reformed?”, Project Syndicate, November 2004, www.project-syndicate.org
[15] Tabellini Guido & Boeri Tito, “Saving the Stability Pact from Itself”, Project Syndicate, September 2004, www.project-syndicate.org

[16] ο.π. σελ. 6-7.
[17] Ο Rodrik υποστηρίζει ότι σε 100 χρόνια από σήμερα θα έχει δημιουργεί το αναπόφευκτο: Μια Παγκόσμια Ομοσπονδιακή κυβέρνηση, η οποία αποτελεσματικά θα διευθύνει τις περιφερειακές οικονομίες προς την διεθνή οικονομική ολοκλήρωση. Όπως υποστηρίζει, αν και η ΕΕ απέχει πολύ από ένα ομοσπονδιακό σύστημα αντίστοιχου αυτού των ΗΠΑ, φαίνεται πως συγκλίνει προς την κατεύθυνση αυτή. Dani Rodrik, (2000), “How Far Will International Economic Integration Go?”, Journal of Economic Perspectives, Volume 14, Number I, Winter 2000, pages 177-186.
[18] Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι όταν μειωθεί η οικονομική δραστηριότητα σε μια πολιτεία στις ΗΠΑ, αυτόματα μειώνονται οι εισφορές της πολιτείας αυτής προς την Ουάσινγκτον και ταυτόχρονα αυξάνονται οι μεταβιβάσεις προς την πληττόμενη πολιτεία, απορροφώντας έτσι μέχρι και το 40% της πτώσης του ΑΕΠ της πολιτείας αυτής. Feldstein (2005) ο.π. σελ.3-4
[19] Feldstein (2005), ο.π. σελ.6
[20] Πιθανόν, αυτός να είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους η ελληνική κυβέρνηση, παρά την προεκλογική δέσμευσή της για τη μη μεταβολή του συνταξιοδοτικού συστήματος --και εξαιτίας του τεράστιου ελλείμματος (περίπου 6% του ΑΕΠ) που εμφάνισε το 2004-- αποφάσισε να κάνει βήματα προς τη «ονομαστική» διεύρυνση της βιωσιμότητάς του. Έτσι, θολώνοντας τα νερά, θα επικαλείται οικονομική ύφεση, Ολυμπιακούς Αγώνες και ριζοσπαστική αναμόρφωση του ασφαλιστικού, ώστε να δικαιολογεί το υψηλό και διατηρήσιμο έλλειμμα που θα παρουσιάζει.
[21] Ο Joseph Stiglitz, σε άρθρο του με τίτλο: “Paying for the Past in 2005”, Project Syndicate, January 2005, επικρίνει τους δημοσιονομικούς περιορισμούς που επιβάλει το Σύμφωνο Σταθερότητας, καθώς επίσης και την ΕΚΤ για την εμμονή της στην αποκλειστική παρακολούθηση του ευρωπαϊκού πληθωρισμού, χωρίς να λαμβάνει υπόψη της την ανεργία και την οικονομική μεγέθυνση.
[22] Marx Karl, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος (ελληνική μετάφραση), Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1994, σελ. 29-30.

Βασικά Αίτια Οικονομικής Υφεσης και Προτάσεις Απεγκλωβισμού.

Η ανάπτυξη του καπιταλισμού, στις σύγχρονες πλουραλιστικές δημοκρατίες, οδηγείται μέσω της αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου (της αναλογίας δηλαδή του σταθερού προς το μεταβλητό κεφάλαιο). Η αύξουσα συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου απορρέει από την ανάγκη των επιχειρήσεων να εκμεταλλευτούν οικονομίες κλίμακας που επιτυγχάνονται μέσω της αύξησης της παραγωγικής δυναμικότητας, η οποία εκδηλώνεται με την αέναη προσπάθεια των επιχειρήσεων να αυξήσουν το μέγεθός τους.
Οι επιχειρήσεις λοιπόν, στη φάση του προγραμματισμού των μελλοντικών τους επενδύσεων, φαίνεται να είναι σε θέση να προσδιορίσουν το μειωμένο οριακό κόστος της παραγόμενης μονάδας, μετά τη μεταβολή της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και δελεάζονται από το εν δυνάμει αποτέλεσμα, λαμβάνοντας πρωτοβουλίες επένδυσης σε σταθερό κεφάλαιο (κεφαλαιουχικό εξοπλισμό – κτίρια – πρώτες ύλες κ.α.) υποβαθμίζοντας αισθητά τον έτερο σημαντικό παραγωγικό συντελεστή δηλ. την εργασία. Η εργασία, άλλωστε, είναι ένα ποιοτικό χαρακτηριστικό της παραγωγικότητας, που όμως δεν μπορεί να προσδιοριστεί η προσδοκώμενη αποτελεσματικότητά της μέσω κάποιων μαθηματικών μοντέλων, με αποτέλεσμα να εκλαμβάνεται ως μια ανεξάρτητη μεταβλητή, της οποίας το πεδίο τιμών έχει μεγάλο εύρος. Το εύρος αυτό καθιστά απαγορευτική την όποια εκτίμηση της συμβολής της εργασίας στα οφέλη που θα προκύψουν από τη σχεδιαζόμενη επένδυση.
Ενώ λοιπόν το επιδιωκόμενο της ορθολογικής επιχείρησης είναι η μείωση του μοναδιαίου κόστους παραγωγής που θα οδηγήσει στη μείωση της διαφυγούσας αποτελεσματικότητας και τελικά στη βελτιστοποίηση της χρήσης των παραγωγικών πόρων, όταν αυτά -ως ένα βαθμό- επιτευχθούν μέσω της ασύμμετρης αύξησης του σταθερού κεφαλαίου, σε σχέση με το μεταβλητό, η επιχείρηση αντιμετωπίζει το πρόβλημα της πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους. Έχει άλλωστε αποδειχτεί (Sweezy,1942) ότι το ποσοστό του κέρδους συνδέεται αρνητικά με την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου και θετικά με το βαθμό υπεραξίας (αξία προϊόντος πλέον της απαραίτητης για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης) που προσδίδει στο προϊόν / υπηρεσία ο εν δυνάμει στρατός εργασίας ο γαλουχημένος από τις αρχές της κοινωνίας της γνώσης και της διαρκούς εκπαίδευσης. Αυτός, είναι ευπροσάρμοστος στις μεταβαλλόμενες συνθήκες και χαρακτηρίζεται από ευπλαστότητα και μεγάλη ελαστικότητα προσαρμογής που με την κατάλληλη αναλογία σταθερού κεφαλαίου θα βελτιώσει μέσο-μακροχρόνια το ποσοστό κερδοφορίας και θα επιτύχει τους πολλαπλούς στόχους της επιχείρησης, που είναι να παράγει αγαθά (προϊόντα – υπηρεσίες) καλύτερα, φθηνότερα, να παράγονται ταχύτερα και να είναι πιο εύκαμπτα (Pitelis, 1998).
Η πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους σε συνδυασμό με τη μικρή ελαστικότητα της οριακής αποδοτικότητας του κεφαλαίου (που χαρακτηρίζει τις περιόδους ύφεσης) αποθαρρύνει τις επιχειρήσεις να προωθήσουν νέα αναπτυξιακά προγράμματα και νέες επενδύσεις, καλλιεργώντας ένα αίσθημα οικονομικής ανασφάλειας που εκδηλώνεται με μείωση της ροπής προς κατανάλωση εκ μέρους των εντολοδόχων και μείωση των θέσεων εργασίας εκ μέρους των εντολέων. Η πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους, επιπρόσθετα, οδηγεί σε μείωση των μερισμάτων και συνεπώς σε ενίσχυση της τάσης για μειωμένη κατανάλωση.
Οι αμυντικοί μηχανισμοί αυτοπροστασίας του καταναλωτή, που μεταφράζονται σε μείωση της ροπής κατανάλωσης, κάποιες φορές, δεν δικαιολογούνται από την ένταση της ύφεσης. όμως ενισχύονται από την εκούσια ή “ακούσια” προπαγάνδα των μέσων μαζικής ενημέρωσης τα οποία, συχνά, εξυπηρετούν κάποια βραχυχρόνια οικονομικο-πολιτικά συμφέροντα (εκούσια) ή συμφέροντα απόσπασης μεριδίων από τη «βιομηχανία ενημέρωσης» (“ακούσια”).
Συνοπτικά, το ελκυστικό εφαλτήριο της μεγέθυνσης (αύξηση παραγωγικής δυναμικότητας) καταλήγει να γίνει το αποτέλεσμα της αποτυχίας – κρίσης, σε περιόδους οικονομικής ύφεσης. Έτσι σύμφωνα με τον Steindl (1952), η υποκατανάλωση μπορεί να εκδηλωθεί υπό τη μορφή αύξησης της πλεονάζουσας παραγωγικής δυναμικότητας που επιδρά αρνητικά στο ποσοστό του κέρδους. Αυτή η αμφίδρομη και ανατροφοδοτούμενη σχέση οφείλεται στο ότι η πτώση της ζήτησης των προϊόντων κατανάλωσης, στις αναπτυγμένες βιομηχανικά οικονομίες, δε συνδέεται με μειώσεις τιμών αλλά με μείωση της παραγωγής.
Θεωρώντας λοιπόν την πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους (Marx) και την υποκατανάλωση ως τις δύο σημαντικότερες αιτίες οικονομικής ύφεσης, και προκειμένου αυτή να ξεπεραστεί, προτείνεται να ληφθούν υπόψη τα εξής:
Το πλεόνασμα στην οικονομία, αυξάνεται με την ένταση της παραγωγικής προσπάθειας, γεγονός που συνεπάγεται αύξηση της ζήτησης αγαθών (υπάρχει θετική σχέση μεταξύ του ύψους του μισθού και της παραγωγικής προσπάθειας του εντολοδόχου) και αύξηση της ζήτησης εργασίας (J. Steuart).
Ανάγκη για εκβάθυνση του γνωστικού επιπέδου του εντολοδόχου και ανταπόκριση του εντολέα, ο οποίος θα πρέπει να επενδύσει σε αυτόν.
Ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών είτε μέσω φορολογικών περικοπών είτε μέσω της μισθολογικής πολιτικής των κυβερνήσεων (J.M. Keynes) που θα ωθούσε τον εντολέα να επιταχύνει τις ανταγωνιστικές επιχειρηματικές πρωτοβουλίες του, προκειμένου να ανταποκριθεί στην αύξηση της ζήτησης και έτσι στην αύξηση της απασχόλησης.

Χουρδάκης Ευστράτιος[1]

[1] Δημοσιεύτηκε στον Οικονομικό Ταχυδρόμο, Φ. 35 (2573), σελ. 58, 28 Αυγούστου 2003

Επιχείρηση και Παράδοση

Φεβρουάριος 2004


Επιχείρηση και Παράδοση.

Στον τίτλο του κειμένου διατυπώνεται μια συμπλεκτική σύνδεση δύο ερμηνευτικά αντίθετων εννοιών, οι οποίες όμως διέπονται από μια αρμονική συμπληρωματική διασύνδεση, που αυθόρμητα οδηγεί το λογισμό στο συνειδησιακό συνώνυμό τους, την οικογενειακή επιχείρηση. Η παρούσα ανάλυση, εστιάζοντας στην ατομική επιχείρηση, υποστηρίζει την ορθολογική αξιολόγηση των εδραιωμένων παραδοσιακών κανονικοτήτων(1), που συγκροτούν τη δομή της, ώστε να διατηρηθούν και να αξιοποιηθούν αυτές που εξυπηρετούν τους στόχους της και να εξοβελιστούν ή να εκσυγχρονιστούν αυτές που φαλκιδεύουν την πορεία της. Αρχικά, θα εντοπισθούν κάποια βασικά χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν την ελληνική επιχειρηματική παράδοση, καθώς και τα αίτια κατίσχυσης αυτών. Θα αναζητηθούν οι παράγοντες που επηρεάζουν τη διατήρηση των παραδοσιακών λειτουργικών και οργανωτικών δομών, ο βαθμός προσήλωσης σε αυτές, καθώς και η δυνατότητα της επιχείρησης να διατηρήσει τη χρησιμότητά τους, στα πλαίσια ενός έντονα ανταγωνιστικού και πολυδιάστατα μεταβαλλόμενου επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Τέλος, θα αναφερθούν, διεξοδικά, τα προσδοκώμενα οφέλη που πιθανόν να αδράξει, η επιχείρηση, μέσω της διατήρησης της κοινωνικο-πολιτισμικής ιδιαιτερότητάς της, δραστηριοποιούμενη στο νεόδμητο πολύ-πολιτισμικό περιβάλλον.

Η λέξη “επιχείρηση” προέρχεται από το ρήμα “επιχειρώ”, το οποίο σημαίνει κάνω κάτι καινούργιο. Αντίθετα η λέξη “παράδοση”, υπό μια έννοια, προσδιορίζει καθιερωμένες αρχές και συνήθειες, ηθικές αντιλήψεις και στοιχεία του παρελθόντος που διασώζονται και μεταβιβάζονται από γενιά σε γενιά(2[x1] ). Αυτή η ερμηνευτική αντίθεση των δύο λέξεων, όταν χρησιμοποιούνται συνδετικά, δεν εμποδίζει την αβίαστη σχηματοποίηση ενός γνωστικού πεδίου, ταυτόσημου με αυτό της οικογενειακής επιχείρησης. Αυτός ο συνειρμικός γνωστικός προσδιορισμός θα αποτελέσει την αιτία για την οποία η παρούσα ανάλυση θα εστιάσει το ενδιαφέρον της μόνο σε αυτή την υποκατηγορία των επιχειρήσεων, δηλ. την οικογενειακή – ατομική επιχείρηση(3).
Γνωρίζοντας ότι η αντίληψη, πολύ δε περισσότερο η συνειρμική, είναι διαφορετική για κάθε έλλογο ον, και προκειμένου να νομιμοποιηθεί η –κατά πολλούς πιθανόν- αυθαίρετη εστίαση της ανάλυσης στην ατομική επιχείρηση, θα επικαλεστώ τα εξής:
- Σε έκθεσή του(4) το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις, αναφέρει ότι το 93% των επιχειρήσεων στην Ευρώπη-19(5), είναι πολύ μικρές επιχειρήσεις (0 έως 9 εργαζόμενοι). Η ίδια έκθεση αναφέρει, ότι κατά μέσο όρο μια επιχείρηση στην Ελλάδα έχει δύο (2) απασχολούμενους.
- Ο Max Weber(6), διακρίνει τρεις ιδεατούς τύπους οργάνωσης. Ο καθένας από αυτούς, εκφράζεται με ιδιαίτερους διοικητικούς μηχανισμούς από τους οποίους ο πλέον απρόσωπος, στον οποίο οι παραδοσιακές κανονικότητες βρίσκονται υπό συνεχή αναθεώρηση, είναι ο γραφειοκρατικός (ορθολογικός – νομικός) τύπος οργάνωσης. Κατά τον ίδιο θεωρητικό, η γραφειοκρατική οργάνωση είναι τεχνικά η πιο αποτελεσματική και ως γνωστό, η ευρύτερα χρησιμοποιούμενη μορφή οργάνωσης των μεγάλων επιχειρήσεων.
- Η παράδοση αποστασιοποιείται και εξανεμίζεται μέσω του διαπιστωμένου, από τον Alfred Chandler Jr(7), ισομορφισμού στην ανάπτυξη και εξέλιξη των μεγάλων επιχειρήσεων. Ο ισομορφισμός διαπιστώνεται μέσω της κοινής πραγματοποίησης τριμερών επενδύσεων, τις οποίες προωθούν οι μεγάλες επιχειρήσεις(8). Η διαδικασία λήψης αποφάσεων, σε αυτές, ελέγχεται από τους managers οι οποίοι χαρακτηρίζονται τόσο για την τάση που έχουν να επιφέρουν ριζικές αναδιαρθρώσεις στην οργάνωση, τη λειτουργία και το συντονισμό των δραστηριοτήτων της επιχείρησης, όσο και από την μεγάλη κινητικότητα εργασίας -μικρός χρόνος παραμονής σε δεδομένη επιχείρηση- που επιδεικνύουν στη διάρκεια της καριέρας τους.
Με γνώμονα λοιπόν, το μικρό πλήθος αλλά και την απρόσωπη οργανωτική μορφή των μεγάλων επιχειρήσεων, στις οποίες η διατήρηση της παράδοσης -αν δεν είναι λαθρόβια και ακριβοθώρητη- είναι τουλάχιστον δυσδιάκριτη, θα αναζητήσουμε τα βασικά εκείνα παραδοσιακά χαρακτηριστικά των ελληνικών Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων (ΜΜΕ), τα οποία ανθίστανται (κατά το παρελθόν, σθεναρότερα) σε εσωτερικές και εξωτερικές μεταβολές.

Διακεκριμένα χαρακτηριστικά των Ελληνικών ΜΜΕ

Το διαχρονικό και πλέον ευδιάκριτο χαρακτηριστικό των ελληνικών επιχειρήσεων είναι το πολύ μικρό μέγεθος. Ως διαστάσεις, λαμβάνονται υπόψη τόσο ο κύκλος εργασιών τους όσο και ο αριθμός των απασχολουμένων σε αυτές(9). Τα αίτια της επικράτησης του πολύ μικρού μεγέθους, θα πρέπει κυρίως να αναζητηθούν στην έκταση της αγοράς(10), στην έλλειψη ιδίων (οικογενειακών) κεφαλαίων, στην περιορισμένη τραπεζική δανειοδότηση –και στα κριτήρια που έθετε το κρατικό τραπεζικό σύστημα-, στο έλλειμμα κορπορατιστικής διεπιχειρηματικής συμπεριφοράς(11) και στην εσωστρέφεια(12) των ελλήνων επιχειρηματιών. Παρεπόμενο αυτών, με προεξέχον (αίτιο) το μικρό μέγεθος της αγοράς στην οποία απευθύνονται οι επιχειρήσεις είναι, κατά τον Adam Smith (1776)(13), η ανάλογη έκταση του καταμερισμού της εργασίας. Έτσι όσο μικρότερη η έκταση της αγοράς τόσο μικρότερος ο καταμερισμός της εργασίας και συνεπώς μειωμένες πιθανότητες καινοτομίας και τεχνολογικής προόδου. Η συμβατική και συντηρητική συμπεριφορά ήταν (και ως ένα βαθμό εξακολουθούν να είναι) αναπόσπαστα χαρακτηριστικά της ελληνικής επιχείρησης.
Οι περιορισμένες διαστάσεις της αγοράς αποθαρρύνουν την επιχείρηση να επενδύσει προς την κατεύθυνση της καθετοποίησης και της εξειδίκευσης της παραγωγής της. Αποτέλεσμα αυτού, αλλά και των ανασφαλών συνθηκών(14) της ελληνικής αγοράς, ήταν οι επιχειρηματίες να προτιμούν αφενός τη διαφοροποίηση της παραγωγής τους -διαθέτοντας μεγάλη ποικιλία καταναλωτικών αγαθών (προϊόντων-υπηρεσιών)- και αφετέρου να δημιουργούν παράλληλες επιχειρήσεις εκεί όπου διέβλεπαν μεγαλύτερες δυνατότητες κέρδους. Οι προϋποθέσεις αυτές και η παρατηρηθείσα επιχειρηματική πρακτική, αναδύουν ένα χαρακτηριστικό στοιχείο του Έλληνα επιχειρηματία -το οποίο προσλαμβάνει άμεσα η ατομική επιχείρηση- που είναι η βραχυχρόνια στρατηγική, η προσανατολισμένη στο άμεσο κέρδος και όχι στη μεσο-μακροχρόνια διατήρηση του μεριδίου της αγοράς, μολονότι οι περισσότεροι από αυτούς επιθυμούν να αναλάβουν τα παιδιά τους, την επιχείρησή(15). Για συμφυείς λόγους η εμπορική δράση προσελκύει, ετεροβαρώς, την επιχειρηματική πρωτοβουλία σε σχέση με τη βιομηχανική(16).
Η πολιτική των μικρών επιχειρήσεων είναι προέκταση / αντανάκλαση των οικογενειακών προτεραιοτήτων (φιλοδοξιών – ικανοτήτων)(17). Οι προτεραιότητες αυτές προσδιορίζουν τη δράση του επιχειρηματία, ο οποίος με τη σειρά του τις “κληροδοτεί” στην επιχείρηση ως χαρακτηριστικό προσδιοριστικό στοιχείο της. Έτσι ο Έλληνας επιχειρηματίας διακρίνεται για την εγωκεντρική του συμπεριφορά, την αγωνιώδη προσπάθεια να κατέχει τον πλήρη έλεγχο της επιχείρησης -αποφεύγοντας την όποια αποκέντρωση δραστηριοτήτων(18)-, αλλά και για την πατερναλιστική στάση προς τους υπαλλήλους του, παρά το γεγονός ότι διοικεί την επιχείρησή του αυταρχικά(19),(20). Θέλει να «είναι ο “στρατηγός” που δίνει την κατεύθυνση και τα άλλα μέλη της επιχείρησης ως “στρατιώτες” (να) εκτελούν τις προσταγές του»(21). Επιλέγει τους στενούς του συνεργάτες κυρίως από το κοινωνικό και οικογενειακό του περιβάλλον -ενισχύοντας τους οικογενειακούς δεσμούς- θεωρώντας ότι έτσι μειώνει την αβεβαιότητα και ότι εξασφαλίζει μεγαλύτερο έλεγχο του «επιχειρείν».

Βαθμός προσήλωσης στα παραδοσιακά χαρακτηριστικά.

Τα αναφερόμενα, καθώς και άλλα χαρακτηριστικά των ελληνικών επιχειρήσεων (όπως αυτά αναλύονται ενδελεχώς από τους Καραγιάννη (1999), Μπουραντά (1992), Δρίτσα (2000) κ.ά.), στο βαθμό που διατηρούνταν αναλλοίωτα -μέσω της συνέχειας που εγγυάται η προσήλωση στην παράδοση- θα διαμόρφωναν μια εικόνα για την ελληνική οικονομία διάφορη της υφιστάμενης. Έτσι η αυταπόδεικτη βελτίωση της ελληνικής οικονομίας, μα και η άμεση σύνδεση της πορείας της με τις –γηγενώς εγκατεστημένες- ΜΜΕ(22), δε συμβαδίζει με την αρνητική όσμωση που εκλύουν τα χαρακτηριστικά αυτά.
Απαριθμώντας τα αίτια της αλματώδους εξέλιξης των ελληνικών επιχειρήσεων -οι οποίες κατευθύνουν άμεσα τους δείκτες ευημερίας και την παραγωγικότητα της εθνικής οικονομίας- θα πρέπει, μάλλον, να προσμετρήσουμε σε αυτά και την εν εξελίξει διαδικασία αποσύνδεσης από τα αρνητικά παραδοσιακά χαρακτηριστικά της και τη σταδιακή αλλά σταθερή προσαρμογή της στις νέες απαιτήσεις. Η αποσύνδεση μπορεί να είναι είτε επιλεκτική (εκούσια και ελεγχόμενη) είτε επιβαλλόμενη (ακούσια). Σε κάθε περίπτωση είναι μερική και εξελίσσεται σταδιακά χωρίς ρηξικέλευθες τομές, τις οποίες άλλωστε αποστρέφεται μια κατά παράδοση συντηρητική κοινωνία.
Ηθελημένη ή μη, η αποσύνδεση από την παράδοση είναι το αποτέλεσμα των επιμέρους μεταβολών που προκαλούν το εσωτερικό και εξωτερικό περιβάλλον της επιχείρησης.

Εσωτερικά αίτια αποσύνδεσης

Η ακούσια αποσύνδεση, η προκαλούμενη από το εσωτερικό περιβάλλον της επιχείρησης, θα πρέπει μάλλον να αποδοθεί στο συγκεντρωτισμό των δραστηριοτήτων στο πρόσωπο του ιδρυτή καθώς και στην αδυναμία του να αναλύσει και να κωδικοποιήσει την ακολουθούμενη στρατηγική. Η τελευταία, ως επί το πλείστον δε στηριζόταν σε ορθολογική ανάλυση κόστους – οφέλους και στην αναζήτηση εναλλακτικών επιλογών αλλά στη διαίσθηση και την οξύνοια του επιχειρηματικού πνεύματος, που τον συντρόφευε από τα πρώτα βήματα της επιχειρηματικής του καριέρας. Στην περίπτωση αυτή, η συνέχεια της επιχείρησης επαφίεται στην αντιληπτική δεινότητα του απογόνου ο οποίος, συνειδησιακά ορμώμενος, “οφείλει” να μυηθεί στην επιχειρηματικότητα και να μιμηθεί τη δράση του προκατόχου του.
Η μίμηση της νόησης όμως δεν συγκαταλέγεται στα επίκτητα δυνητικά προσόντα των ανθρώπινων όντων. Νομοτελειακά η μη “μεταδόσιμη γνώση” (“σιωπηρή γνώση”)(23) χάνεται. Έτσι η μεθοδολογία και ο τρόπος λήψης των αποφάσεων, στο βαθμό που είναι εξατομικευμένη δραστηριότητα, αποκλίνουν από το παραδοσιακό ύφος και σε βάθος χρόνου διαστρεβλώνονται, διαφοροποιούνται και απεξαρτητοποιούνται από τα “δεσμά”(24) των παραδοσιακών κανονικοτήτων.
Κάποιες άλλες εσωτερικές αιτίες, υπαγορεύουν την επιλεκτική αποσύνδεση από την παραδοσιακή λειτουργία. Αυτές, μπορεί να προέρχονται από μεταβολές του μεγέθους (κύκλος εργασιών, ανθρώπινο δυναμικό), της δραστηριότητας(25) ή των διατιθέμενων προσόντων του έμψυχου δυναμικού της επιχείρησης. Οι μεταβολές αυτές, ανάλογα με την έκταση και το ρυθμό που ακολουθούν, δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν μέσω παλαιών μεθόδων, που εξάντλησαν τα όρια της χρησιμότητάς τους, αλλά μέσω νέων και υποσχόμενων.

Εξωτερικά αίτια και ενδείξεις αποσύνδεσης.

Η πολυδιάστατη μεταβολή του εξωτερικού περιβάλλοντος, εξώθησε την ελληνική επιχείρηση στην εκούσια διαφοροποίηση από την παραδοσιακή συνέπεια. Η ολοκλήρωση της Ενιαίας Αγοράς της Ε.Ε. με την κατάργηση κάθε μορφής προστασίας υπέρ των εγχώριων αγαθών, η ένταξη της χώρας στην Ο.Ν.Ε., η προοπτική διεύρυνσης της Ε.Ε., το ευνοϊκό μακρο-οικονομικό περιβάλλον, η άμεση πρόσβαση στην πληροφορία για τα σύγχρονα οργανωτικά και διοικητικά πρότυπα, η τεχνολογική πρόοδος, η πιστοληπτική ελαστικότητα, η συμπίεση του κύκλου ζωής των προϊόντων(26), η ανάγκη τυποποίησης και πιστοποίησης των παραγόμενων αγαθών κ.ά. υπονομεύουν την συνεπή προσήλωση της επιχείρησης στις παραδοσιακές λειτουργικές κανονικότητες και την εξωθούν να ενταχθεί στην εκσυγχρονιστική δίνη της νέας εποχής.
Κρινόμενη εκ του αποτελέσματος (υψηλός ρυθμός ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας) η μέση ελληνική ΜΜΕ επιδεικνύει μια αξιόλογη προσπάθεια προσαρμογής στις μεταβολές του εξωτερικού περιβάλλοντος. Έτσι η εσωστρέφεια μετεξελίσσεται, κατ΄ ελάχιστο, σε “διαδυκτιακό εξωστρεφή προσανατολισμό”. Μεγάλος αριθμός ΜΜΕ παρουσιάζουν τα προϊόντα τους στο internet -τόσο στη μητρική μας, όσο και στην αγγλική γλώσσα-. Πολλές από αυτές επιδιώκουν να διεισδύσουν σε νέες (γεωγραφικά) αγορές. Μάλιστα σε πρόσφατη μελέτη που έγινε για λογαριασμό του Κέντρου Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων, αναφέρεται ότι η Ελλάδα είναι από τους “…μεγαλύτερους εξαγωγείς υπηρεσιών στον κόσμο”!(27).
Η χαρακτηριστική καθυστέρηση “εκτελωνισμού” της (μονοπωλιακά εισαγόμενης) τεχνολογικής προόδου έχει μετατραπεί σε υστέρηση μικρού χρονικού διαστήματος, απαραίτητου για την οικονομοτεχνική ωρίμανση κάθε νεότοκης τεχνολογικής πρότασης.
Το χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα “εγκλώβιζε” τις επιχειρήσεις στην παραγωγή προϊόντων χαμηλής ποιότητας και δεν αποτελούσε δελεαστικό παράγοντα προσέλκυσης ξένων επενδύσεων. Η συγκλίνουσα πορεία προς το μέσο ευρωπαϊκό κατά κεφαλήν εισόδημα(28), η εγχώρια ζήτηση για ποιοτικότερα και εύπλαστα αγαθά, και η φιλότιμη προσπάθεια της κεντρικής διοίκησης για τη δημιουργία φιλικότερου και σταθερότερου επιχειρηματικού περιβάλλοντος, προσελκύουν (σταδιακά) το ενδιαφέρον για ξένες επενδύσεις, οι οποίες αυξάνουν και αναβαθμίζουν τον ανταγωνισμό εξωθώντας με τον τρόπο αυτό και τις ελληνικές επιχειρήσεις στην αναζήτηση της ποιότητας και της μείωσης του κόστους.
Εν τέλει, ο έλληνας επιχειρηματίας φαίνεται να έχει συνειδητοποιήσει ότι η ποσοτική μεγιστοποίηση της ωφέλειας και η ελαχιστοποίηση της αντίστοιχης θυσίας και ευθύνης -που αποτελούσε τη γενικά παραδεκτή προσέγγιση οικονομικής και κοινωνικής συμπεριφοράς- δεν ανταποκρίνεται πλέον στις απαιτήσεις μα και στα πρότυπα επιχειρηματικής συμπεριφοράς των καιρών.

Το μέτρο της αποσύνδεσης.

Αναμφίβολα, η στείρα και καθολική προσήλωση στην παράδοση, ως αυτοσκοπός της λειτουργίας της επιχείρησης, θα δρούσε ως τροχοπέδη για τη μελλοντική εξέλιξή της. Θεωρώ ότι σταδιακά αλλά σταθερά μειώνεται το πλήθος των καθοριστικών, για την επιβίωση και την ανάπτυξή της, αρνητικών χαρακτηριστικών που υπονόμευαν την πορεία της στις προηγούμενες δεκαετίες. Η άποψη αυτή βεβαίως και δεν αντιμετωπίζει τις παραδοσιακές κανονικότητες ως καρκινώματα σε “ζωτικά κύτταρα” της επιχείρησης. Αντίθετα υποστηρίζει την ορθολογική αξιολόγηση όλων των διαχρονικών χαρακτηριστικών της, τη συνέχεια και τον εκσυγχρονισμό αυτών που εξυπηρετούν την υγιή επιβίωσή της και την απόρριψη αυτών που αντίκεινται στην υλοποίηση της αποστολής της.

Η χρησιμότητα της παράδοσης

Ο Β. Σαρσέντης (1996) προσδιορίζει την επιχείρηση ως σύστημα μέσων, η αξιοποίηση των οποίων παράγει χρησιμότητα. Το παραγόμενο, της χρησιμότητας, αποτέλεσμα συνίσταται: στη δημιουργία πλούτου και απασχόλησης, στην κάλυψη αναγκών, στη συμβολή στην πολιτιστική ανάπτυξη και στην ανάπτυξη της οικονομικής ζωής και δραστηριότητας(29). Αν λοιπόν η αξιοποίηση των όποιων μέσων διαθέτει η όποια επιχείρηση, παράγει κάποιο βαθμό χρησιμότητας, σε τι συνίσταται η χρησιμότητα της παράδοσης; Ή με άλλη διατύπωση: η αξιοποίηση παραδοσιακών στοιχείων συμβάλλει στη βελτίωση της παραγόμενης χρησιμότητας; Και αν ναι, ποιος τελικά προσπορίζεται το αποτέλεσμα αυτής της (προσαυξημένης) χρησιμότητας;
Υποστηρίζεται ότι η προσπάθεια αξιοποίησης των “εκλεκτών” παραδοσιακών κανονικοτήτων εξυπηρετεί πρωτίστως και σχεδόν αποκλειστικά τα συμφέροντα της ίδιας της επιχείρησης και δευτερευόντως αυτά της εθνικής κοινωνίας στην οποία εντάσσεται. Η άποψη αυτή συνδέει αρμονικά τη σκέψη του οικονομούντος υποκειμένου με τις ανθρώπινες επιδιώξεις, οι οποίες κατά τους D. Hume και A. Smith περιστρέφονται γύρω από την επίτευξη του ατομικού συμφέροντος με μόνο περιορισμό την ταυτόχρονη επιδίωξη της συμπάθειας και της επιδοκιμασίας των άλλων.
Η επιχείρηση λοιπόν χρησιμοποιεί τα κεκτημένα, -παράγωγα της προϊούσας δράσης- που προβάλλουν ως αναγκαίες αλλά όχι ικανές προϋποθέσεις, για την ασφαλέστερη και ταχύτερη επιδίωξη των διακεκριμένων στόχων της. Τα κεκτημένα αυτά είναι: η φήμη και το καλό όνομα, οι διασυνδέσεις με το υφιστάμενο δίκτυο προμηθευτών και καναλιών διανομής, το μειωμένο κόστος λειτουργίας που δύναται να αποδώσει η καμπύλη εμπειρίας που σωρευτικά επιτυγχάνει καθώς και η οριακή μείωση της επιχειρηματικής αβεβαιότητας που προσδίδουν στην επιχείρηση τα δοκιμασμένα συστήματα και η γνώση των τοπικών -και μη- προτιμήσεων.
Τα αναφερόμενα καθώς και άλλα, φθαρμένα από το χρόνο και την τεχνολογική “απογείωση”, επιχειρηματικά εργαλεία θα διατηρήσουν και θα βελτιώσουν τη χρησιμότητα που προσδίδουν στην επιχείρηση στο βαθμό που εκσυγχρονίζονται(30) και προσαρμόζονται στις απαιτήσεις των καιρών. Έτσι η ορθολογική αξιοποίηση των κεκτημένων θα προσδώσει στην παραδοσιακή επιχείρηση ένα εν δυνάμει συγκριτικό πλεονέκτημα. Από την προσαρμοστικότητά της στα εκσυγχρονιστικά κελεύσματα θα εξαρτηθεί η μετάλλαξη του εν δυνάμει σε κατ΄ ουσίαν.
Με βάση την αρχή του “διπλού αποτελέσματος”, η αξιοποίηση παραδοσιακών στοιχείων (από την επιχείρηση) παράγει -ως παράπλευρο αποτέλεσμα- χρησιμότητα και για την εθνική κοινωνία. Η χρησιμότητα όμως αυτή είναι επιγενόμενη (προκύπτουσα) και όχι, εξ αρχής, επιδιωκόμενη. “Καθένας νομίζει ότι έχει μπροστά στα μάτια του το δικό του μόνο συμφέρον, ενώ στην πραγματικότητα αποκομίζει έμμεσα και το γενικό συμφέρον της οικονομίας. Ο καθένας μας καθοδηγείται… από ένα αόρατο χέρι στο να ακολουθεί ένα σκοπό που ο ίδιος δεν συναισθάνεται” άλλωστε “…δεν είδα ποτέ μου πολλά καλά από εκείνους που φαίνονται ότι εργάζονται για την γενική ευημερία”(31).

Τα προσδοκώμενα οφέλη.

Η εθνική κοινωνία ασπάζεται κάποιες αξίες, αρχές και πρότυπα δεοντολογικής συμπεριφοράς, τα οποία είναι αποδεκτά -σε μικρό ή μεγάλο βαθμό- από όλα τα μέλη της. Αυτές οι αξίες, οι αρχές και τα πρότυπα, ως αδιαφοροποίητα “πολυδύναμα βλαστοκύτταρα” προσλαμβάνονται από κάθε γηγενή επιχείρηση και αποτελούν το γενετικό υλικό -το πρόπλασμα- που θα μορφοποιήσει την “κυτταρική δομή” της. Κατά τη μορφοποίηση και κάτω από την επίδραση ποικίλων παραγόντων, το κάθε “κύτταρο” αναπτύσσεται διαφορετικά και έτσι η σύνθεση του συνόλου των “κυττάρων” του οργανισμού (επιχείρηση) θα αποδώσει ένα μόρφωμα, με διαφοροποιημένη σύσταση. Η ιδιαίτερη -μοναδική- σύνθεση των κοινωνικών και πολιτισμικών επιρροών, αποτελεί την ιδιαίτερη φιλοσοφία της κάθε επιχείρησης(32).
Η ιδιαίτερη φιλοσοφία της κάθε επιχείρησης προάγει τη διαφοροποίηση, εντός της εθνικής αγοράς(33). Είναι κοινή διαπίστωση ότι η διαφοροποίηση, όταν δεν προσβάλει τα χρηστά ήθη και τις παραδόσεις, διεγείρει το ενδιαφέρον της αγοράς και αποτελεί το διακεκριμένο εργαλείο, στην εργαλειακή φαρέτρα της επιχείρησης, για την επίτευξη της επιδιωκόμενης πορείας. Ειδικότερα η επιχείρηση που διατηρεί στοιχεία από τις παραδοσιακές κανονικότητές της, έχει μια καλά εδραιωμένη ιδιαίτερη φιλοσοφία, η οποία σμιλεύτηκε σε βάθος χρόνου, δοκιμάστηκε, βελτιώθηκε και αξιολογήθηκε από την αγορά. Μάλιστα είναι τόσο σύνθετη και πολυσχιδής ώστε η αντιγραφή της να είναι σχεδόν αδύνατη και συνεπώς, η διαφοροποίηση, διαχρονικά διατηρήσιμη.
Η ιδιαίτερη φιλοσοφία της κάθε επιχείρησης, η παράγουσα τη διαφοροποίηση, πιθανόν να είναι οριακή και συνεπώς μακροσκοπικά δυσδιάκριτη για την εθνική αγορά μιας και το γενετικό -της φιλοσοφίας- υλικό είναι κοινό. Αντίθετα σε ένα πολύ-πολιτισμικό περιβάλλον μιας παγκόσμιας αγορά, ακριβώς για τον λόγω ότι τα “βλαστοκύτταρα” είναι διαφοροποιημένα, η ιδιαίτερη φιλοσοφία είναι ευδιάκριτη και η ένταση της διαφοροποίησης προκαλεί ένα ισχυρά ελκτικό μαγνητικό πεδίο που προσελκύει καταναλωτική ροή.
Ακριβώς λοιπόν, αυτή η κοινωνική και πολιτισμική διαφοροποίηση είναι το παράθυρο ευκαιρίας που δίνεται στην επιχείρηση για να επιβιώσει και να αναπτυχθεί, δραστηριοποιούμενη στην κοινωνία των εθνών. Εν κατακλείδι, διεισδύοντας στον προβληματισμό για την πολιτισμική ισοπέδωση που δύναται να επιφέρει η παγκοσμιοποίηση, υποστηρίζουμε ότι όχι μόνο ισοπέδωση δεν θα επιφέρει αλλά αντίθετα η εντεινόμενη αλληλεξάρτηση των αγορών θα καταστήσει τη διαφοροποίηση ανελαστικό ζητούμενο για κάθε επιχείρηση, μιας και αυτή (η διαφοροποίηση) είναι η ποιοτική συνιστώσα που μεταβάλλει, προς όφελος της επιχείρησης, την αγοραία καμπύλη ζήτησης.

Χουρδάκης Ευστράτιος
chourdakis Efstratios

Αναφορές – Βιβλιογραφία
(1). Ο όρος “παραδοσιακές κανονικότητες”, στην παρούσα ανάλυση, αποδίδει την “οντολογική” απεικόνιση της έννοιας της κουλτούρας. Είναι η “ενσαρκωμένη” μορφή μιας σειράς από αξίες, αντιλήψεις και αποδεκτούς τρόπους συμπεριφοράς, υπονοώντας έτσι τις ανεπτυγμένες, προϋπάρχουσες και καλά εδραιωμένες λειτουργικές και οργανωτικές δομές της επιχείρησης, όπως π.χ. την κατανομή καθηκόντων, την εποπτεία, τον συντονισμό, τους διαύλους επικοινωνίας, το ύφος διοίκησης, την μεθοδολογία λήψης των αποφάσεων κ.ά.
(2). Μπαμπινιώτης Γ., Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα 1998
(3). Η “ατομική επιχείρηση” εδώ, δεν προσδιορίζει τόσο τη νομική της μορφή, όσο τον ιδιαίτερο τρόπο λειτουργίας και οργάνωσης καθώς και ένα πεπερασμένο μέγεθος, προσδιοριζόμενο από τον μονοψήφιο αριθμό των εργαζομένων σε αυτή. Επιπρόσθετα, ο “οικογενειακός” προσδιορισμός της “ατομικής επιχείρησης” υπογραμμίζει το ιδιοκτησιακό καθεστώς, το οποίο επηρεάζει καθοριστικά την ιδιαιτερότητα των λειτουργικών και οργανωτικών της δομών.
(4). Ιστοσελίδα Ευρωπαϊκής Επιτροπής: http://www.europa.eu.int/comm/enterptise , αναδημοσίευση: Οικονομικός Ταχυδρόμος, 1/3/2003 (Φ2547), σελ. 73-9
(5). Η Ευρώπη-19, περιλαμβάνει τις 15 χώρες της Ε.Ε. καθώς και τις: Ισλανδία, Λίχτενσταϊν, Νορβηγία, Ελβετία.
(6). Δρίτσα Μαργαρίτα, Βασικές Προσεγγίσεις για την Ιστορία των επιχειρήσεων, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, πανεπιστημιακές σημειώσεις, Αθήνα 2000, σελ. 4-7
(7). Chandler A.D., The Visible Hand: The Managerial Revolution in American Business, Cambridge, Mass 1977
(8). Κατά τον Chandler [Chandler A.D., Scale and Scope: The dynamics of industrial capitalism, Cambridge, Mass 1990] το κλειδί για την επιτυχία των μεγάλων επιχειρήσεων ήταν η πραγματοποίηση τριμερών επενδύσεων: α) επένδυση σε μεγάλες εγκαταστάσεις παραγωγής, για να εκμεταλλευθούν τις οικονομίες κλίμακας της τεχνολογίας β) επένδυση σε εθνικό και διεθνές δίκτυο marketing και διανομής, ώστε ο όγκος των πωλήσεων να συμβαδίζει με τον όγκο παραγωγής γ) επένδυση σε ανθρώπινους πόρους –κυρίως σε διοικητικά στελέχη- ώστε να υπάρχει συντονισμός και έλεγχος δραστηριοτήτων.
(9). Έρευνα, για λογαριασμό του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, με θέμα: “Η χρήση νέων Τεχνολογιών Πληροφορικής & Επικοινωνιών από τις ΜΜΕ”, Μάρτιος 2003, σελ 9, βεβαιώνει ότι το 97,8% του συνόλου των επιχειρήσεων στην Ελλάδα είναι πολύ μικρές (1έως 10 εργαζόμενοι), εκ των οποίων μάλιστα το 98% (το 98% του 97,8%), απασχολούν από 1 έως 5 άτομα. Η ίδια έρευνα αναφέρει ότι το 81% του συνόλου είναι ατομικές επιχειρήσεις. Η νομική μορφή, με σχετική ασφάλεια, προσδιορίζει -ως ένα βαθμό- τόσο το περιορισμένο ενεργητικό όσο και το χαμηλό κύκλο εργασιών της επιχείρησης.
(10). Η μικρή “έκταση της αγοράς” προσδιορίζεται από τρεις διαστάσεις: α) το μικρό μέγεθος –πληθυσμός, οικονομικές δυνατότητες-, β) το μικρό βάθος -ελάχιστος βαθμός εξειδικευμένων αναγκών- και γ) το περιορισμένο βεληνεκές -αποκλειστικός προσανατολισμός στην εγχώρια αγορά-.
(11). Ειδικότερα αναφέρεται το έλλειμμα Στρατηγικών Συμμαχιών. Σύμφωνα με τον Hamel, Στρατηγικές Συμμαχίες είναι συμφωνίες συνεργασίας μεταξύ δύο ή περισσοτέρων επιχειρήσεων, όπου όλα τα μέρη υιοθετούν μια προοπτική αμοιβαίου οφέλους και συνεισφέρουν τους απαραίτητους πόρους ή/και τα κεφάλαια για την επιτυχή λειτουργία. Αναλυτικότερα στο: Hamel G., Doz Y. and Prahalad C., “Collaborate with your Competitors and Win”, Harvard Business Review (1989), January – February σελ. 133-9.
(12). Η εσωστρέφεια δεν είναι συνειδητή επιχειρηματική επιλογή αλλά το αποτέλεσμα των δομικών αδυναμιών της ντόπιας επιχείρησης και του περιβάλλοντός της. Μπορεί να θεωρηθεί ως η συνισταμένη τριών συνιστωσών, οι οποίες καθηλώνουν την ελληνική επιχείρηση εντός της εθνικής γεωγραφικής επικράτειας. Οι συνιστώσες αυτές είναι : α) ποιοτική και ποσοτική ανεπάρκεια παραγωγικών συντελεστών β) περιορισμένα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα των ελληνικών επιχειρήσεων γ) μειωμένη εμπορευσιμότητα, καινοτομία και ελαστικότητα των παραγόμενων αγαθών. Η δυναμική αλληλεπίδραση των τριών συνιστωσών αυξάνουν το διανυσματικό μέγεθος της συνισταμένης, εγκλωβίζοντας την επιχείρηση εντός των εθνικών “τειχών”.
(13). Smith Adam (1776), Έρευνα για τη Φύση και τα Αίτια του Πλούτου των Εθνών, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1999,σελ. 59-64
(14). Συχνές μεταβολές και ασυνέχεια στην ακολουθούμενη Οικονομική Πολιτική των κυβερνήσεων.
(15). Καραγιάννης Αναστάσιος, Επιχειρηματικότητα και Οικονομία, εκδόσεις INTERBOOKS, 1999, σελ. 240
(16). Καραγιάννης Α (όπως προηγουμένως, σ.239). «Στη χώρα μας το “εμπορικό επιχειρηματικό πνεύμα” φαίνεται να είναι το επικρατέστερο…» καθώς και στοιχεία έρευνας (Μάρτιος 2003), ό.π., σελ.9, στην οποία υπογραμμίζεται η υψηλή κλαδική συγκέντρωση στον τομέα του εμπορίου.
(17). Δρίτσα Μ. ,όπως προηγουμένως σ. 33
(18). Παπαδάκης Βασίλης, Στρατηγική των Επιχειρήσεων: Ελληνική & Διεθνής Εμπειρία, εκδόσεις Μπένου, Αθήνα 1999, σελ. 430
(19). Καραγιάννης, όπως προηγουμένως σ.240
(20). Μπουραντάς Δ. Επιχειρηματικότητα και Πολιτισμός: Θεωρητική Ανάλυση και η Ελληνική Εμπειρία, συνέδριο ΕΛ.ΚΕ.ΠΑ. Κρήτη 1992
(21). Παπαδάκης (1999), όπως προηγουμένως, σελ. 418-9. Επίσης για την ηγετική φυσιογνωμία του επιχειρηματία, δείτε : Mintzeberg H and Waters J.A., Tracking Strategy in an Entrepreneurial Firm, Academy of Management Journal, 1982, σελ. 465-500.
(22). Ενδεικτικά* αναφέρεται η επισήμανση του Ανδρέα Παπανδρέου (ομιλία στο ΕΒΕΑ, 1985) “Οι ΜΜΕ επιχειρήσεις είναι η ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας ”. Την άμεση σύνδεση της πορείας των ΜΜΕ με αυτή της εθνικής οικονομίας υπογραμμίζει και ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Ν. Χριστοδουλάκης (ομιλία σε εκδήλωση του Σωματίου Βιοτεχνών Περιστερίου, Αθήνα 9/4/2003) στην οποία αναφέρεται ότι η ΜΜΕ “δεν είναι μόνο η ραχοκοκαλιά αλλά και το μυαλό και η καρδία της ελληνικής οικονομίας”. Ομοίως, Αλογοσκούφης Γιώργος, (περιοδικό ΚΡΑΜΑ, Φεβρουάριος 2004, σελ.30). Μάλιστα, η σύνδεση της πορείας των ΜΜΕ, γενικεύεται, για το σύνολο της οικονομίας των κρατών μελών της ΕΕ. Ενδεικτικά αναφέρεται ομιλία του Υπουργού Ανάπτυξης, Α. Τσοχατζόπουλου στο Συμβούλιο Ανταγωνιστικότητας της Ε.Ε. (http://www.ypan.gr/announce/14022003_1.htm, Θεσσαλονίκη 14/2/2003) “Η ίδια η επιχειρηματικότητα στην Ε.Ε. εξαρτάται από τη δυναμική των μικρών επιχειρήσεων. Το πώς δηλαδή, εντός και εκτός της Ε.Ε. εξελίσσονται και αναπτύσσονται οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τολμώ να πω ότι θα επηρεάσει την υλοποίηση του οράματος της Λισσαβόνας. Τούτο γιατί αυτό το όραμα, σε ένα μεγάλο βαθμό βασίστηκε στο ρόλο που θα παίξουν οι μικρές επιχειρήσεις”.
Παρόμοιες αναφορές, σχετικών με την πολιτική της ΕΕ, “Think Small First” :
- Παράρτημα III των συμπερασμάτων της Προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Santa Maria da Feira που έγινε στις 19 και 20 Ιουνίου 2000, Ευρωπαϊκός χάρτης των Μικρών Επιχειρήσεων
- Ανακοίνωση της Επιτροπής στις 21.1.2003, προτεραιότητα στις μικρές επιχειρήσεις σε μία Ευρώπη που διευρύνεται [COM (2003) 26 τελικό http://www.europa.eu.int/scadplus/leg/el/s26004.htm],
- COM (2001) 122 τελικό, 7.03.2001, Ευρωπαϊκός χάρτης μικρών επιχειρήσεων- ετήσια έκθεση εφαρμογής
- COM (2002) 68 τελικό 6.02.2002-Έκθεση επί της εφαρμογής του Ευρωπαϊκού Χάρτη των μικρών επιχειρήσεων
- COM (2003) 21 τελικό, 21.01.2003-Ευρωπαϊκός Χάρτης των μικρών επιχειρήσεων, ετήσια έκθεση εφαρμογής κ.α.
- COM (2003) 27 τελικό, 21.01.2003-Πράσινη Βίβλος για την επιχειρηματικότητα στην Ευρώπη.
* Η τεκμηρίωση (του σημαίνοντα ρόλου των ΜΜΕ στην οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας ή μιας κοινότητας χωρών) γίνεται μέσω της επίκλησης πολιτικών αναφορών και πολιτικών δράσεων. Αιτία, που εξώθησε τον γράφοντα σε αυτή την επιλογή αντί της επίκλησης ακαδημαϊκών πονημάτων, είναι η ανάδειξη του επιπέδου ωρίμανσης της εν λόγο διαπίστωσης.
(23). Μη “μεταδόσιμη” γνώση (“non transmissible knowledge”). Όρος που χρησιμοποιείται από την Penrose E. (The Theory of the Growth of the Firm, Basil Blackwell, Oxford, 1959, σελ. 53) για να αποδοθεί η εμπειρία που συσσωρεύεται μέσω της ενασχόλησης με μια δραστηριότητα και είναι δύσκολο να κωδικοποιηθεί και να μεταβιβαστεί. Τον αυτό σκοπό εξυπηρετεί η έννοια “σιωπηρή γνώση” (“tacit knowledge”) που χρησιμοποιεί ο Polanyi M., The Tacit Dimension, Doubleday Anchor, New York, 1967. Για μια μεστή επισκόπηση: Πιτέλης Χ., Οικονομικοί Θεσμοί:Διεθνής Ανταγωνιστικότητα & Οικονομική Πολιτική, Τυπωθήτω, Αθήνα, 1998, σελ. 44-5.
(24). “Η τυραννία του εθίμου και της κοινής γνώμης μόνο ανασταλτικά μπορούν να λειτουργήσουν, αφού εκείνο που συνήθως επιτάσσουν είναι η πλήρης συμμόρφωση με τα κρατούντα πρότυπα… ” Φιλίμων Παιονίδης, εισαγωγικό δοκίμιο στο βιβλίο “Ωφελιμισμός” του John Stuart Mill, εκδόσεις Πόλις, 2002, σ.32
(25). “Το περιεχόμενο της αποστολής της επιχειρήσεως απέναντι στον καταναλωτή ξεκινά από τη γενικότερη φιλοσοφική προσέγγιση , ότι η επιχείρηση δεν αποσκοπεί στην παραγωγή και την πώληση διαχρονικά ενός συγκεκριμένου προϊόντος ή υπηρεσίας, αλλά στην κάλυψη δεδομένης ανάγκης της καταναλώσεως”. Σαρσέντης Β., Επιχειρησιακή Στρατηγική και Πολιτική, εκδόσεις Ευγ. Μπένου, Αθήνα, 1996, σελ.43
(26). Παπαδάκης (1999), όπως προηγουμένως, σελ.388
(27). Εφημερίδα, ΤΟ ΒΗΜΑ, 5-2-2004, ένθετο ΑΝΑΠΤΥΞΗ, σελ. Γ5. Στην έρευνα αυτή (τα συμπεράσματα της οποίας δημοσιεύονται στο αναφερόμενο φύλο) μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι το 2001 η Ελλάδα κάλυπτε το 1,33% των παγκόσμιων εξαγωγών υπηρεσιών. Το ποσοστό αυτό την κατατάσσει στην 17η θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ και στην 22η θέση στον κόσμο. Η επιτυχής πορεία των εξαγωγών υπηρεσιών οφείλεται αποκλειστικά στην ανάπτυξη των εξαγωγών ταξιδιωτικών υπηρεσιών (τουρισμός) και στις μεταφορικές υπηρεσίες (κυρίως ελληνική ναυτιλία).
(28). “Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπιστώνει για την περίοδο 2001- 2004 ταχεία αύξηση του κατά κεφαλή ΑΕΠ (στην Ελλάδα) και σύγκλιση κατά οκτώ ποσοστιαίες μονάδες προς τον μέσο όρο της ΕΕ των «15» από 67,2% σε 75,5%”. Εφημερίδα, ΤΟ ΒΗΜΑ, 19-2-2004, ένθετο ΑΝΑΠΤΥΞΗ, σελ. Γ5 (πηγή EUROSTAT, περιφερειακές μετρήσεις)
(29). Σαρσέντης Β.(1996), όπως προηγουμένως, σελ.39-42.
(30). Ο Μαρξ, το 1848, έγραφε: “Διαλύονται όλες οι στέρεες, σκουριασμένες σχέσεις με την ακολουθία τους από παλιές σεβάσμιες παραστάσεις και αντιλήψεις κι όλες οι καινούργιες που διαμορφώνονται παλιώνουν πριν προλάβουν να αποστεωθούν. Καθετί το κλειστό και στάσιμο εξανεμίζεται…” Ο εκσυγχρονισμός είναι μια δυναμική και χρονικά μεταβαλλόμενη κατάσταση. Ακολουθεί τις σύγχρονες τάσεις, οι οποίες μετεξελίσσονται με γοργούς ρυθμούς.
Μαρξ Καρλ, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος (ελληνική μετάφραση), εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1994, σελ. 29-30
(31). Smith Adam (1776), όπως προηγουμένως, σελ. 195
(32). Παπαδάκης (1999), όπως προηγουμένως, σελ. 147.
(33). Η (εθνική) αγορά με την έννοια του “(τοπικού) στίβου του προτσές της ανταλλαγής”( Μαρξ Καρλ, Το Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2002, σελ 117) αλλά και ως “διαμορφωτής τιμών” (μεταξύ άλλων: North D.C.,Structure and Change in Economic History, Norton, New York, 1981).


[x1]Μπαμπινιώτης Γ., Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα 1998

BlogCatalog

Academics Blogs - BlogCatalog Blog Directory Add to Technorati Favorites

Δώσε κι εσύ τη μάχη... για ελεύθερο λογισμικό