Βασικά Αίτια Οικονομικής Υφεσης και Προτάσεις Απεγκλωβισμού.

Η ανάπτυξη του καπιταλισμού, στις σύγχρονες πλουραλιστικές δημοκρατίες, οδηγείται μέσω της αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου (της αναλογίας δηλαδή του σταθερού προς το μεταβλητό κεφάλαιο). Η αύξουσα συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου απορρέει από την ανάγκη των επιχειρήσεων να εκμεταλλευτούν οικονομίες κλίμακας που επιτυγχάνονται μέσω της αύξησης της παραγωγικής δυναμικότητας, η οποία εκδηλώνεται με την αέναη προσπάθεια των επιχειρήσεων να αυξήσουν το μέγεθός τους.
Οι επιχειρήσεις λοιπόν, στη φάση του προγραμματισμού των μελλοντικών τους επενδύσεων, φαίνεται να είναι σε θέση να προσδιορίσουν το μειωμένο οριακό κόστος της παραγόμενης μονάδας, μετά τη μεταβολή της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και δελεάζονται από το εν δυνάμει αποτέλεσμα, λαμβάνοντας πρωτοβουλίες επένδυσης σε σταθερό κεφάλαιο (κεφαλαιουχικό εξοπλισμό – κτίρια – πρώτες ύλες κ.α.) υποβαθμίζοντας αισθητά τον έτερο σημαντικό παραγωγικό συντελεστή δηλ. την εργασία. Η εργασία, άλλωστε, είναι ένα ποιοτικό χαρακτηριστικό της παραγωγικότητας, που όμως δεν μπορεί να προσδιοριστεί η προσδοκώμενη αποτελεσματικότητά της μέσω κάποιων μαθηματικών μοντέλων, με αποτέλεσμα να εκλαμβάνεται ως μια ανεξάρτητη μεταβλητή, της οποίας το πεδίο τιμών έχει μεγάλο εύρος. Το εύρος αυτό καθιστά απαγορευτική την όποια εκτίμηση της συμβολής της εργασίας στα οφέλη που θα προκύψουν από τη σχεδιαζόμενη επένδυση.
Ενώ λοιπόν το επιδιωκόμενο της ορθολογικής επιχείρησης είναι η μείωση του μοναδιαίου κόστους παραγωγής που θα οδηγήσει στη μείωση της διαφυγούσας αποτελεσματικότητας και τελικά στη βελτιστοποίηση της χρήσης των παραγωγικών πόρων, όταν αυτά -ως ένα βαθμό- επιτευχθούν μέσω της ασύμμετρης αύξησης του σταθερού κεφαλαίου, σε σχέση με το μεταβλητό, η επιχείρηση αντιμετωπίζει το πρόβλημα της πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους. Έχει άλλωστε αποδειχτεί (Sweezy,1942) ότι το ποσοστό του κέρδους συνδέεται αρνητικά με την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου και θετικά με το βαθμό υπεραξίας (αξία προϊόντος πλέον της απαραίτητης για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης) που προσδίδει στο προϊόν / υπηρεσία ο εν δυνάμει στρατός εργασίας ο γαλουχημένος από τις αρχές της κοινωνίας της γνώσης και της διαρκούς εκπαίδευσης. Αυτός, είναι ευπροσάρμοστος στις μεταβαλλόμενες συνθήκες και χαρακτηρίζεται από ευπλαστότητα και μεγάλη ελαστικότητα προσαρμογής που με την κατάλληλη αναλογία σταθερού κεφαλαίου θα βελτιώσει μέσο-μακροχρόνια το ποσοστό κερδοφορίας και θα επιτύχει τους πολλαπλούς στόχους της επιχείρησης, που είναι να παράγει αγαθά (προϊόντα – υπηρεσίες) καλύτερα, φθηνότερα, να παράγονται ταχύτερα και να είναι πιο εύκαμπτα (Pitelis, 1998).
Η πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους σε συνδυασμό με τη μικρή ελαστικότητα της οριακής αποδοτικότητας του κεφαλαίου (που χαρακτηρίζει τις περιόδους ύφεσης) αποθαρρύνει τις επιχειρήσεις να προωθήσουν νέα αναπτυξιακά προγράμματα και νέες επενδύσεις, καλλιεργώντας ένα αίσθημα οικονομικής ανασφάλειας που εκδηλώνεται με μείωση της ροπής προς κατανάλωση εκ μέρους των εντολοδόχων και μείωση των θέσεων εργασίας εκ μέρους των εντολέων. Η πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους, επιπρόσθετα, οδηγεί σε μείωση των μερισμάτων και συνεπώς σε ενίσχυση της τάσης για μειωμένη κατανάλωση.
Οι αμυντικοί μηχανισμοί αυτοπροστασίας του καταναλωτή, που μεταφράζονται σε μείωση της ροπής κατανάλωσης, κάποιες φορές, δεν δικαιολογούνται από την ένταση της ύφεσης. όμως ενισχύονται από την εκούσια ή “ακούσια” προπαγάνδα των μέσων μαζικής ενημέρωσης τα οποία, συχνά, εξυπηρετούν κάποια βραχυχρόνια οικονομικο-πολιτικά συμφέροντα (εκούσια) ή συμφέροντα απόσπασης μεριδίων από τη «βιομηχανία ενημέρωσης» (“ακούσια”).
Συνοπτικά, το ελκυστικό εφαλτήριο της μεγέθυνσης (αύξηση παραγωγικής δυναμικότητας) καταλήγει να γίνει το αποτέλεσμα της αποτυχίας – κρίσης, σε περιόδους οικονομικής ύφεσης. Έτσι σύμφωνα με τον Steindl (1952), η υποκατανάλωση μπορεί να εκδηλωθεί υπό τη μορφή αύξησης της πλεονάζουσας παραγωγικής δυναμικότητας που επιδρά αρνητικά στο ποσοστό του κέρδους. Αυτή η αμφίδρομη και ανατροφοδοτούμενη σχέση οφείλεται στο ότι η πτώση της ζήτησης των προϊόντων κατανάλωσης, στις αναπτυγμένες βιομηχανικά οικονομίες, δε συνδέεται με μειώσεις τιμών αλλά με μείωση της παραγωγής.
Θεωρώντας λοιπόν την πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους (Marx) και την υποκατανάλωση ως τις δύο σημαντικότερες αιτίες οικονομικής ύφεσης, και προκειμένου αυτή να ξεπεραστεί, προτείνεται να ληφθούν υπόψη τα εξής:
Το πλεόνασμα στην οικονομία, αυξάνεται με την ένταση της παραγωγικής προσπάθειας, γεγονός που συνεπάγεται αύξηση της ζήτησης αγαθών (υπάρχει θετική σχέση μεταξύ του ύψους του μισθού και της παραγωγικής προσπάθειας του εντολοδόχου) και αύξηση της ζήτησης εργασίας (J. Steuart).
Ανάγκη για εκβάθυνση του γνωστικού επιπέδου του εντολοδόχου και ανταπόκριση του εντολέα, ο οποίος θα πρέπει να επενδύσει σε αυτόν.
Ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών είτε μέσω φορολογικών περικοπών είτε μέσω της μισθολογικής πολιτικής των κυβερνήσεων (J.M. Keynes) που θα ωθούσε τον εντολέα να επιταχύνει τις ανταγωνιστικές επιχειρηματικές πρωτοβουλίες του, προκειμένου να ανταποκριθεί στην αύξηση της ζήτησης και έτσι στην αύξηση της απασχόλησης.

Χουρδάκης Ευστράτιος[1]

[1] Δημοσιεύτηκε στον Οικονομικό Ταχυδρόμο, Φ. 35 (2573), σελ. 58, 28 Αυγούστου 2003

Δεν υπάρχουν σχόλια:

BlogCatalog

Academics Blogs - BlogCatalog Blog Directory Add to Technorati Favorites

Δώσε κι εσύ τη μάχη... για ελεύθερο λογισμικό