Βασικά Αίτια Οικονομικής Υφεσης και Προτάσεις Απεγκλωβισμού.

Η ανάπτυξη του καπιταλισμού, στις σύγχρονες πλουραλιστικές δημοκρατίες, οδηγείται μέσω της αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου (της αναλογίας δηλαδή του σταθερού προς το μεταβλητό κεφάλαιο). Η αύξουσα συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου απορρέει από την ανάγκη των επιχειρήσεων να εκμεταλλευτούν οικονομίες κλίμακας που επιτυγχάνονται μέσω της αύξησης της παραγωγικής δυναμικότητας, η οποία εκδηλώνεται με την αέναη προσπάθεια των επιχειρήσεων να αυξήσουν το μέγεθός τους.
Οι επιχειρήσεις λοιπόν, στη φάση του προγραμματισμού των μελλοντικών τους επενδύσεων, φαίνεται να είναι σε θέση να προσδιορίσουν το μειωμένο οριακό κόστος της παραγόμενης μονάδας, μετά τη μεταβολή της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και δελεάζονται από το εν δυνάμει αποτέλεσμα, λαμβάνοντας πρωτοβουλίες επένδυσης σε σταθερό κεφάλαιο (κεφαλαιουχικό εξοπλισμό – κτίρια – πρώτες ύλες κ.α.) υποβαθμίζοντας αισθητά τον έτερο σημαντικό παραγωγικό συντελεστή δηλ. την εργασία. Η εργασία, άλλωστε, είναι ένα ποιοτικό χαρακτηριστικό της παραγωγικότητας, που όμως δεν μπορεί να προσδιοριστεί η προσδοκώμενη αποτελεσματικότητά της μέσω κάποιων μαθηματικών μοντέλων, με αποτέλεσμα να εκλαμβάνεται ως μια ανεξάρτητη μεταβλητή, της οποίας το πεδίο τιμών έχει μεγάλο εύρος. Το εύρος αυτό καθιστά απαγορευτική την όποια εκτίμηση της συμβολής της εργασίας στα οφέλη που θα προκύψουν από τη σχεδιαζόμενη επένδυση.
Ενώ λοιπόν το επιδιωκόμενο της ορθολογικής επιχείρησης είναι η μείωση του μοναδιαίου κόστους παραγωγής που θα οδηγήσει στη μείωση της διαφυγούσας αποτελεσματικότητας και τελικά στη βελτιστοποίηση της χρήσης των παραγωγικών πόρων, όταν αυτά -ως ένα βαθμό- επιτευχθούν μέσω της ασύμμετρης αύξησης του σταθερού κεφαλαίου, σε σχέση με το μεταβλητό, η επιχείρηση αντιμετωπίζει το πρόβλημα της πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους. Έχει άλλωστε αποδειχτεί (Sweezy,1942) ότι το ποσοστό του κέρδους συνδέεται αρνητικά με την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου και θετικά με το βαθμό υπεραξίας (αξία προϊόντος πλέον της απαραίτητης για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης) που προσδίδει στο προϊόν / υπηρεσία ο εν δυνάμει στρατός εργασίας ο γαλουχημένος από τις αρχές της κοινωνίας της γνώσης και της διαρκούς εκπαίδευσης. Αυτός, είναι ευπροσάρμοστος στις μεταβαλλόμενες συνθήκες και χαρακτηρίζεται από ευπλαστότητα και μεγάλη ελαστικότητα προσαρμογής που με την κατάλληλη αναλογία σταθερού κεφαλαίου θα βελτιώσει μέσο-μακροχρόνια το ποσοστό κερδοφορίας και θα επιτύχει τους πολλαπλούς στόχους της επιχείρησης, που είναι να παράγει αγαθά (προϊόντα – υπηρεσίες) καλύτερα, φθηνότερα, να παράγονται ταχύτερα και να είναι πιο εύκαμπτα (Pitelis, 1998).
Η πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους σε συνδυασμό με τη μικρή ελαστικότητα της οριακής αποδοτικότητας του κεφαλαίου (που χαρακτηρίζει τις περιόδους ύφεσης) αποθαρρύνει τις επιχειρήσεις να προωθήσουν νέα αναπτυξιακά προγράμματα και νέες επενδύσεις, καλλιεργώντας ένα αίσθημα οικονομικής ανασφάλειας που εκδηλώνεται με μείωση της ροπής προς κατανάλωση εκ μέρους των εντολοδόχων και μείωση των θέσεων εργασίας εκ μέρους των εντολέων. Η πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους, επιπρόσθετα, οδηγεί σε μείωση των μερισμάτων και συνεπώς σε ενίσχυση της τάσης για μειωμένη κατανάλωση.
Οι αμυντικοί μηχανισμοί αυτοπροστασίας του καταναλωτή, που μεταφράζονται σε μείωση της ροπής κατανάλωσης, κάποιες φορές, δεν δικαιολογούνται από την ένταση της ύφεσης. όμως ενισχύονται από την εκούσια ή “ακούσια” προπαγάνδα των μέσων μαζικής ενημέρωσης τα οποία, συχνά, εξυπηρετούν κάποια βραχυχρόνια οικονομικο-πολιτικά συμφέροντα (εκούσια) ή συμφέροντα απόσπασης μεριδίων από τη «βιομηχανία ενημέρωσης» (“ακούσια”).
Συνοπτικά, το ελκυστικό εφαλτήριο της μεγέθυνσης (αύξηση παραγωγικής δυναμικότητας) καταλήγει να γίνει το αποτέλεσμα της αποτυχίας – κρίσης, σε περιόδους οικονομικής ύφεσης. Έτσι σύμφωνα με τον Steindl (1952), η υποκατανάλωση μπορεί να εκδηλωθεί υπό τη μορφή αύξησης της πλεονάζουσας παραγωγικής δυναμικότητας που επιδρά αρνητικά στο ποσοστό του κέρδους. Αυτή η αμφίδρομη και ανατροφοδοτούμενη σχέση οφείλεται στο ότι η πτώση της ζήτησης των προϊόντων κατανάλωσης, στις αναπτυγμένες βιομηχανικά οικονομίες, δε συνδέεται με μειώσεις τιμών αλλά με μείωση της παραγωγής.
Θεωρώντας λοιπόν την πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους (Marx) και την υποκατανάλωση ως τις δύο σημαντικότερες αιτίες οικονομικής ύφεσης, και προκειμένου αυτή να ξεπεραστεί, προτείνεται να ληφθούν υπόψη τα εξής:
Το πλεόνασμα στην οικονομία, αυξάνεται με την ένταση της παραγωγικής προσπάθειας, γεγονός που συνεπάγεται αύξηση της ζήτησης αγαθών (υπάρχει θετική σχέση μεταξύ του ύψους του μισθού και της παραγωγικής προσπάθειας του εντολοδόχου) και αύξηση της ζήτησης εργασίας (J. Steuart).
Ανάγκη για εκβάθυνση του γνωστικού επιπέδου του εντολοδόχου και ανταπόκριση του εντολέα, ο οποίος θα πρέπει να επενδύσει σε αυτόν.
Ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών είτε μέσω φορολογικών περικοπών είτε μέσω της μισθολογικής πολιτικής των κυβερνήσεων (J.M. Keynes) που θα ωθούσε τον εντολέα να επιταχύνει τις ανταγωνιστικές επιχειρηματικές πρωτοβουλίες του, προκειμένου να ανταποκριθεί στην αύξηση της ζήτησης και έτσι στην αύξηση της απασχόλησης.

Χουρδάκης Ευστράτιος[1]

[1] Δημοσιεύτηκε στον Οικονομικό Ταχυδρόμο, Φ. 35 (2573), σελ. 58, 28 Αυγούστου 2003

Επιχείρηση και Παράδοση

Φεβρουάριος 2004


Επιχείρηση και Παράδοση.

Στον τίτλο του κειμένου διατυπώνεται μια συμπλεκτική σύνδεση δύο ερμηνευτικά αντίθετων εννοιών, οι οποίες όμως διέπονται από μια αρμονική συμπληρωματική διασύνδεση, που αυθόρμητα οδηγεί το λογισμό στο συνειδησιακό συνώνυμό τους, την οικογενειακή επιχείρηση. Η παρούσα ανάλυση, εστιάζοντας στην ατομική επιχείρηση, υποστηρίζει την ορθολογική αξιολόγηση των εδραιωμένων παραδοσιακών κανονικοτήτων(1), που συγκροτούν τη δομή της, ώστε να διατηρηθούν και να αξιοποιηθούν αυτές που εξυπηρετούν τους στόχους της και να εξοβελιστούν ή να εκσυγχρονιστούν αυτές που φαλκιδεύουν την πορεία της. Αρχικά, θα εντοπισθούν κάποια βασικά χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν την ελληνική επιχειρηματική παράδοση, καθώς και τα αίτια κατίσχυσης αυτών. Θα αναζητηθούν οι παράγοντες που επηρεάζουν τη διατήρηση των παραδοσιακών λειτουργικών και οργανωτικών δομών, ο βαθμός προσήλωσης σε αυτές, καθώς και η δυνατότητα της επιχείρησης να διατηρήσει τη χρησιμότητά τους, στα πλαίσια ενός έντονα ανταγωνιστικού και πολυδιάστατα μεταβαλλόμενου επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Τέλος, θα αναφερθούν, διεξοδικά, τα προσδοκώμενα οφέλη που πιθανόν να αδράξει, η επιχείρηση, μέσω της διατήρησης της κοινωνικο-πολιτισμικής ιδιαιτερότητάς της, δραστηριοποιούμενη στο νεόδμητο πολύ-πολιτισμικό περιβάλλον.

Η λέξη “επιχείρηση” προέρχεται από το ρήμα “επιχειρώ”, το οποίο σημαίνει κάνω κάτι καινούργιο. Αντίθετα η λέξη “παράδοση”, υπό μια έννοια, προσδιορίζει καθιερωμένες αρχές και συνήθειες, ηθικές αντιλήψεις και στοιχεία του παρελθόντος που διασώζονται και μεταβιβάζονται από γενιά σε γενιά(2[x1] ). Αυτή η ερμηνευτική αντίθεση των δύο λέξεων, όταν χρησιμοποιούνται συνδετικά, δεν εμποδίζει την αβίαστη σχηματοποίηση ενός γνωστικού πεδίου, ταυτόσημου με αυτό της οικογενειακής επιχείρησης. Αυτός ο συνειρμικός γνωστικός προσδιορισμός θα αποτελέσει την αιτία για την οποία η παρούσα ανάλυση θα εστιάσει το ενδιαφέρον της μόνο σε αυτή την υποκατηγορία των επιχειρήσεων, δηλ. την οικογενειακή – ατομική επιχείρηση(3).
Γνωρίζοντας ότι η αντίληψη, πολύ δε περισσότερο η συνειρμική, είναι διαφορετική για κάθε έλλογο ον, και προκειμένου να νομιμοποιηθεί η –κατά πολλούς πιθανόν- αυθαίρετη εστίαση της ανάλυσης στην ατομική επιχείρηση, θα επικαλεστώ τα εξής:
- Σε έκθεσή του(4) το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις, αναφέρει ότι το 93% των επιχειρήσεων στην Ευρώπη-19(5), είναι πολύ μικρές επιχειρήσεις (0 έως 9 εργαζόμενοι). Η ίδια έκθεση αναφέρει, ότι κατά μέσο όρο μια επιχείρηση στην Ελλάδα έχει δύο (2) απασχολούμενους.
- Ο Max Weber(6), διακρίνει τρεις ιδεατούς τύπους οργάνωσης. Ο καθένας από αυτούς, εκφράζεται με ιδιαίτερους διοικητικούς μηχανισμούς από τους οποίους ο πλέον απρόσωπος, στον οποίο οι παραδοσιακές κανονικότητες βρίσκονται υπό συνεχή αναθεώρηση, είναι ο γραφειοκρατικός (ορθολογικός – νομικός) τύπος οργάνωσης. Κατά τον ίδιο θεωρητικό, η γραφειοκρατική οργάνωση είναι τεχνικά η πιο αποτελεσματική και ως γνωστό, η ευρύτερα χρησιμοποιούμενη μορφή οργάνωσης των μεγάλων επιχειρήσεων.
- Η παράδοση αποστασιοποιείται και εξανεμίζεται μέσω του διαπιστωμένου, από τον Alfred Chandler Jr(7), ισομορφισμού στην ανάπτυξη και εξέλιξη των μεγάλων επιχειρήσεων. Ο ισομορφισμός διαπιστώνεται μέσω της κοινής πραγματοποίησης τριμερών επενδύσεων, τις οποίες προωθούν οι μεγάλες επιχειρήσεις(8). Η διαδικασία λήψης αποφάσεων, σε αυτές, ελέγχεται από τους managers οι οποίοι χαρακτηρίζονται τόσο για την τάση που έχουν να επιφέρουν ριζικές αναδιαρθρώσεις στην οργάνωση, τη λειτουργία και το συντονισμό των δραστηριοτήτων της επιχείρησης, όσο και από την μεγάλη κινητικότητα εργασίας -μικρός χρόνος παραμονής σε δεδομένη επιχείρηση- που επιδεικνύουν στη διάρκεια της καριέρας τους.
Με γνώμονα λοιπόν, το μικρό πλήθος αλλά και την απρόσωπη οργανωτική μορφή των μεγάλων επιχειρήσεων, στις οποίες η διατήρηση της παράδοσης -αν δεν είναι λαθρόβια και ακριβοθώρητη- είναι τουλάχιστον δυσδιάκριτη, θα αναζητήσουμε τα βασικά εκείνα παραδοσιακά χαρακτηριστικά των ελληνικών Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων (ΜΜΕ), τα οποία ανθίστανται (κατά το παρελθόν, σθεναρότερα) σε εσωτερικές και εξωτερικές μεταβολές.

Διακεκριμένα χαρακτηριστικά των Ελληνικών ΜΜΕ

Το διαχρονικό και πλέον ευδιάκριτο χαρακτηριστικό των ελληνικών επιχειρήσεων είναι το πολύ μικρό μέγεθος. Ως διαστάσεις, λαμβάνονται υπόψη τόσο ο κύκλος εργασιών τους όσο και ο αριθμός των απασχολουμένων σε αυτές(9). Τα αίτια της επικράτησης του πολύ μικρού μεγέθους, θα πρέπει κυρίως να αναζητηθούν στην έκταση της αγοράς(10), στην έλλειψη ιδίων (οικογενειακών) κεφαλαίων, στην περιορισμένη τραπεζική δανειοδότηση –και στα κριτήρια που έθετε το κρατικό τραπεζικό σύστημα-, στο έλλειμμα κορπορατιστικής διεπιχειρηματικής συμπεριφοράς(11) και στην εσωστρέφεια(12) των ελλήνων επιχειρηματιών. Παρεπόμενο αυτών, με προεξέχον (αίτιο) το μικρό μέγεθος της αγοράς στην οποία απευθύνονται οι επιχειρήσεις είναι, κατά τον Adam Smith (1776)(13), η ανάλογη έκταση του καταμερισμού της εργασίας. Έτσι όσο μικρότερη η έκταση της αγοράς τόσο μικρότερος ο καταμερισμός της εργασίας και συνεπώς μειωμένες πιθανότητες καινοτομίας και τεχνολογικής προόδου. Η συμβατική και συντηρητική συμπεριφορά ήταν (και ως ένα βαθμό εξακολουθούν να είναι) αναπόσπαστα χαρακτηριστικά της ελληνικής επιχείρησης.
Οι περιορισμένες διαστάσεις της αγοράς αποθαρρύνουν την επιχείρηση να επενδύσει προς την κατεύθυνση της καθετοποίησης και της εξειδίκευσης της παραγωγής της. Αποτέλεσμα αυτού, αλλά και των ανασφαλών συνθηκών(14) της ελληνικής αγοράς, ήταν οι επιχειρηματίες να προτιμούν αφενός τη διαφοροποίηση της παραγωγής τους -διαθέτοντας μεγάλη ποικιλία καταναλωτικών αγαθών (προϊόντων-υπηρεσιών)- και αφετέρου να δημιουργούν παράλληλες επιχειρήσεις εκεί όπου διέβλεπαν μεγαλύτερες δυνατότητες κέρδους. Οι προϋποθέσεις αυτές και η παρατηρηθείσα επιχειρηματική πρακτική, αναδύουν ένα χαρακτηριστικό στοιχείο του Έλληνα επιχειρηματία -το οποίο προσλαμβάνει άμεσα η ατομική επιχείρηση- που είναι η βραχυχρόνια στρατηγική, η προσανατολισμένη στο άμεσο κέρδος και όχι στη μεσο-μακροχρόνια διατήρηση του μεριδίου της αγοράς, μολονότι οι περισσότεροι από αυτούς επιθυμούν να αναλάβουν τα παιδιά τους, την επιχείρησή(15). Για συμφυείς λόγους η εμπορική δράση προσελκύει, ετεροβαρώς, την επιχειρηματική πρωτοβουλία σε σχέση με τη βιομηχανική(16).
Η πολιτική των μικρών επιχειρήσεων είναι προέκταση / αντανάκλαση των οικογενειακών προτεραιοτήτων (φιλοδοξιών – ικανοτήτων)(17). Οι προτεραιότητες αυτές προσδιορίζουν τη δράση του επιχειρηματία, ο οποίος με τη σειρά του τις “κληροδοτεί” στην επιχείρηση ως χαρακτηριστικό προσδιοριστικό στοιχείο της. Έτσι ο Έλληνας επιχειρηματίας διακρίνεται για την εγωκεντρική του συμπεριφορά, την αγωνιώδη προσπάθεια να κατέχει τον πλήρη έλεγχο της επιχείρησης -αποφεύγοντας την όποια αποκέντρωση δραστηριοτήτων(18)-, αλλά και για την πατερναλιστική στάση προς τους υπαλλήλους του, παρά το γεγονός ότι διοικεί την επιχείρησή του αυταρχικά(19),(20). Θέλει να «είναι ο “στρατηγός” που δίνει την κατεύθυνση και τα άλλα μέλη της επιχείρησης ως “στρατιώτες” (να) εκτελούν τις προσταγές του»(21). Επιλέγει τους στενούς του συνεργάτες κυρίως από το κοινωνικό και οικογενειακό του περιβάλλον -ενισχύοντας τους οικογενειακούς δεσμούς- θεωρώντας ότι έτσι μειώνει την αβεβαιότητα και ότι εξασφαλίζει μεγαλύτερο έλεγχο του «επιχειρείν».

Βαθμός προσήλωσης στα παραδοσιακά χαρακτηριστικά.

Τα αναφερόμενα, καθώς και άλλα χαρακτηριστικά των ελληνικών επιχειρήσεων (όπως αυτά αναλύονται ενδελεχώς από τους Καραγιάννη (1999), Μπουραντά (1992), Δρίτσα (2000) κ.ά.), στο βαθμό που διατηρούνταν αναλλοίωτα -μέσω της συνέχειας που εγγυάται η προσήλωση στην παράδοση- θα διαμόρφωναν μια εικόνα για την ελληνική οικονομία διάφορη της υφιστάμενης. Έτσι η αυταπόδεικτη βελτίωση της ελληνικής οικονομίας, μα και η άμεση σύνδεση της πορείας της με τις –γηγενώς εγκατεστημένες- ΜΜΕ(22), δε συμβαδίζει με την αρνητική όσμωση που εκλύουν τα χαρακτηριστικά αυτά.
Απαριθμώντας τα αίτια της αλματώδους εξέλιξης των ελληνικών επιχειρήσεων -οι οποίες κατευθύνουν άμεσα τους δείκτες ευημερίας και την παραγωγικότητα της εθνικής οικονομίας- θα πρέπει, μάλλον, να προσμετρήσουμε σε αυτά και την εν εξελίξει διαδικασία αποσύνδεσης από τα αρνητικά παραδοσιακά χαρακτηριστικά της και τη σταδιακή αλλά σταθερή προσαρμογή της στις νέες απαιτήσεις. Η αποσύνδεση μπορεί να είναι είτε επιλεκτική (εκούσια και ελεγχόμενη) είτε επιβαλλόμενη (ακούσια). Σε κάθε περίπτωση είναι μερική και εξελίσσεται σταδιακά χωρίς ρηξικέλευθες τομές, τις οποίες άλλωστε αποστρέφεται μια κατά παράδοση συντηρητική κοινωνία.
Ηθελημένη ή μη, η αποσύνδεση από την παράδοση είναι το αποτέλεσμα των επιμέρους μεταβολών που προκαλούν το εσωτερικό και εξωτερικό περιβάλλον της επιχείρησης.

Εσωτερικά αίτια αποσύνδεσης

Η ακούσια αποσύνδεση, η προκαλούμενη από το εσωτερικό περιβάλλον της επιχείρησης, θα πρέπει μάλλον να αποδοθεί στο συγκεντρωτισμό των δραστηριοτήτων στο πρόσωπο του ιδρυτή καθώς και στην αδυναμία του να αναλύσει και να κωδικοποιήσει την ακολουθούμενη στρατηγική. Η τελευταία, ως επί το πλείστον δε στηριζόταν σε ορθολογική ανάλυση κόστους – οφέλους και στην αναζήτηση εναλλακτικών επιλογών αλλά στη διαίσθηση και την οξύνοια του επιχειρηματικού πνεύματος, που τον συντρόφευε από τα πρώτα βήματα της επιχειρηματικής του καριέρας. Στην περίπτωση αυτή, η συνέχεια της επιχείρησης επαφίεται στην αντιληπτική δεινότητα του απογόνου ο οποίος, συνειδησιακά ορμώμενος, “οφείλει” να μυηθεί στην επιχειρηματικότητα και να μιμηθεί τη δράση του προκατόχου του.
Η μίμηση της νόησης όμως δεν συγκαταλέγεται στα επίκτητα δυνητικά προσόντα των ανθρώπινων όντων. Νομοτελειακά η μη “μεταδόσιμη γνώση” (“σιωπηρή γνώση”)(23) χάνεται. Έτσι η μεθοδολογία και ο τρόπος λήψης των αποφάσεων, στο βαθμό που είναι εξατομικευμένη δραστηριότητα, αποκλίνουν από το παραδοσιακό ύφος και σε βάθος χρόνου διαστρεβλώνονται, διαφοροποιούνται και απεξαρτητοποιούνται από τα “δεσμά”(24) των παραδοσιακών κανονικοτήτων.
Κάποιες άλλες εσωτερικές αιτίες, υπαγορεύουν την επιλεκτική αποσύνδεση από την παραδοσιακή λειτουργία. Αυτές, μπορεί να προέρχονται από μεταβολές του μεγέθους (κύκλος εργασιών, ανθρώπινο δυναμικό), της δραστηριότητας(25) ή των διατιθέμενων προσόντων του έμψυχου δυναμικού της επιχείρησης. Οι μεταβολές αυτές, ανάλογα με την έκταση και το ρυθμό που ακολουθούν, δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν μέσω παλαιών μεθόδων, που εξάντλησαν τα όρια της χρησιμότητάς τους, αλλά μέσω νέων και υποσχόμενων.

Εξωτερικά αίτια και ενδείξεις αποσύνδεσης.

Η πολυδιάστατη μεταβολή του εξωτερικού περιβάλλοντος, εξώθησε την ελληνική επιχείρηση στην εκούσια διαφοροποίηση από την παραδοσιακή συνέπεια. Η ολοκλήρωση της Ενιαίας Αγοράς της Ε.Ε. με την κατάργηση κάθε μορφής προστασίας υπέρ των εγχώριων αγαθών, η ένταξη της χώρας στην Ο.Ν.Ε., η προοπτική διεύρυνσης της Ε.Ε., το ευνοϊκό μακρο-οικονομικό περιβάλλον, η άμεση πρόσβαση στην πληροφορία για τα σύγχρονα οργανωτικά και διοικητικά πρότυπα, η τεχνολογική πρόοδος, η πιστοληπτική ελαστικότητα, η συμπίεση του κύκλου ζωής των προϊόντων(26), η ανάγκη τυποποίησης και πιστοποίησης των παραγόμενων αγαθών κ.ά. υπονομεύουν την συνεπή προσήλωση της επιχείρησης στις παραδοσιακές λειτουργικές κανονικότητες και την εξωθούν να ενταχθεί στην εκσυγχρονιστική δίνη της νέας εποχής.
Κρινόμενη εκ του αποτελέσματος (υψηλός ρυθμός ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας) η μέση ελληνική ΜΜΕ επιδεικνύει μια αξιόλογη προσπάθεια προσαρμογής στις μεταβολές του εξωτερικού περιβάλλοντος. Έτσι η εσωστρέφεια μετεξελίσσεται, κατ΄ ελάχιστο, σε “διαδυκτιακό εξωστρεφή προσανατολισμό”. Μεγάλος αριθμός ΜΜΕ παρουσιάζουν τα προϊόντα τους στο internet -τόσο στη μητρική μας, όσο και στην αγγλική γλώσσα-. Πολλές από αυτές επιδιώκουν να διεισδύσουν σε νέες (γεωγραφικά) αγορές. Μάλιστα σε πρόσφατη μελέτη που έγινε για λογαριασμό του Κέντρου Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων, αναφέρεται ότι η Ελλάδα είναι από τους “…μεγαλύτερους εξαγωγείς υπηρεσιών στον κόσμο”!(27).
Η χαρακτηριστική καθυστέρηση “εκτελωνισμού” της (μονοπωλιακά εισαγόμενης) τεχνολογικής προόδου έχει μετατραπεί σε υστέρηση μικρού χρονικού διαστήματος, απαραίτητου για την οικονομοτεχνική ωρίμανση κάθε νεότοκης τεχνολογικής πρότασης.
Το χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα “εγκλώβιζε” τις επιχειρήσεις στην παραγωγή προϊόντων χαμηλής ποιότητας και δεν αποτελούσε δελεαστικό παράγοντα προσέλκυσης ξένων επενδύσεων. Η συγκλίνουσα πορεία προς το μέσο ευρωπαϊκό κατά κεφαλήν εισόδημα(28), η εγχώρια ζήτηση για ποιοτικότερα και εύπλαστα αγαθά, και η φιλότιμη προσπάθεια της κεντρικής διοίκησης για τη δημιουργία φιλικότερου και σταθερότερου επιχειρηματικού περιβάλλοντος, προσελκύουν (σταδιακά) το ενδιαφέρον για ξένες επενδύσεις, οι οποίες αυξάνουν και αναβαθμίζουν τον ανταγωνισμό εξωθώντας με τον τρόπο αυτό και τις ελληνικές επιχειρήσεις στην αναζήτηση της ποιότητας και της μείωσης του κόστους.
Εν τέλει, ο έλληνας επιχειρηματίας φαίνεται να έχει συνειδητοποιήσει ότι η ποσοτική μεγιστοποίηση της ωφέλειας και η ελαχιστοποίηση της αντίστοιχης θυσίας και ευθύνης -που αποτελούσε τη γενικά παραδεκτή προσέγγιση οικονομικής και κοινωνικής συμπεριφοράς- δεν ανταποκρίνεται πλέον στις απαιτήσεις μα και στα πρότυπα επιχειρηματικής συμπεριφοράς των καιρών.

Το μέτρο της αποσύνδεσης.

Αναμφίβολα, η στείρα και καθολική προσήλωση στην παράδοση, ως αυτοσκοπός της λειτουργίας της επιχείρησης, θα δρούσε ως τροχοπέδη για τη μελλοντική εξέλιξή της. Θεωρώ ότι σταδιακά αλλά σταθερά μειώνεται το πλήθος των καθοριστικών, για την επιβίωση και την ανάπτυξή της, αρνητικών χαρακτηριστικών που υπονόμευαν την πορεία της στις προηγούμενες δεκαετίες. Η άποψη αυτή βεβαίως και δεν αντιμετωπίζει τις παραδοσιακές κανονικότητες ως καρκινώματα σε “ζωτικά κύτταρα” της επιχείρησης. Αντίθετα υποστηρίζει την ορθολογική αξιολόγηση όλων των διαχρονικών χαρακτηριστικών της, τη συνέχεια και τον εκσυγχρονισμό αυτών που εξυπηρετούν την υγιή επιβίωσή της και την απόρριψη αυτών που αντίκεινται στην υλοποίηση της αποστολής της.

Η χρησιμότητα της παράδοσης

Ο Β. Σαρσέντης (1996) προσδιορίζει την επιχείρηση ως σύστημα μέσων, η αξιοποίηση των οποίων παράγει χρησιμότητα. Το παραγόμενο, της χρησιμότητας, αποτέλεσμα συνίσταται: στη δημιουργία πλούτου και απασχόλησης, στην κάλυψη αναγκών, στη συμβολή στην πολιτιστική ανάπτυξη και στην ανάπτυξη της οικονομικής ζωής και δραστηριότητας(29). Αν λοιπόν η αξιοποίηση των όποιων μέσων διαθέτει η όποια επιχείρηση, παράγει κάποιο βαθμό χρησιμότητας, σε τι συνίσταται η χρησιμότητα της παράδοσης; Ή με άλλη διατύπωση: η αξιοποίηση παραδοσιακών στοιχείων συμβάλλει στη βελτίωση της παραγόμενης χρησιμότητας; Και αν ναι, ποιος τελικά προσπορίζεται το αποτέλεσμα αυτής της (προσαυξημένης) χρησιμότητας;
Υποστηρίζεται ότι η προσπάθεια αξιοποίησης των “εκλεκτών” παραδοσιακών κανονικοτήτων εξυπηρετεί πρωτίστως και σχεδόν αποκλειστικά τα συμφέροντα της ίδιας της επιχείρησης και δευτερευόντως αυτά της εθνικής κοινωνίας στην οποία εντάσσεται. Η άποψη αυτή συνδέει αρμονικά τη σκέψη του οικονομούντος υποκειμένου με τις ανθρώπινες επιδιώξεις, οι οποίες κατά τους D. Hume και A. Smith περιστρέφονται γύρω από την επίτευξη του ατομικού συμφέροντος με μόνο περιορισμό την ταυτόχρονη επιδίωξη της συμπάθειας και της επιδοκιμασίας των άλλων.
Η επιχείρηση λοιπόν χρησιμοποιεί τα κεκτημένα, -παράγωγα της προϊούσας δράσης- που προβάλλουν ως αναγκαίες αλλά όχι ικανές προϋποθέσεις, για την ασφαλέστερη και ταχύτερη επιδίωξη των διακεκριμένων στόχων της. Τα κεκτημένα αυτά είναι: η φήμη και το καλό όνομα, οι διασυνδέσεις με το υφιστάμενο δίκτυο προμηθευτών και καναλιών διανομής, το μειωμένο κόστος λειτουργίας που δύναται να αποδώσει η καμπύλη εμπειρίας που σωρευτικά επιτυγχάνει καθώς και η οριακή μείωση της επιχειρηματικής αβεβαιότητας που προσδίδουν στην επιχείρηση τα δοκιμασμένα συστήματα και η γνώση των τοπικών -και μη- προτιμήσεων.
Τα αναφερόμενα καθώς και άλλα, φθαρμένα από το χρόνο και την τεχνολογική “απογείωση”, επιχειρηματικά εργαλεία θα διατηρήσουν και θα βελτιώσουν τη χρησιμότητα που προσδίδουν στην επιχείρηση στο βαθμό που εκσυγχρονίζονται(30) και προσαρμόζονται στις απαιτήσεις των καιρών. Έτσι η ορθολογική αξιοποίηση των κεκτημένων θα προσδώσει στην παραδοσιακή επιχείρηση ένα εν δυνάμει συγκριτικό πλεονέκτημα. Από την προσαρμοστικότητά της στα εκσυγχρονιστικά κελεύσματα θα εξαρτηθεί η μετάλλαξη του εν δυνάμει σε κατ΄ ουσίαν.
Με βάση την αρχή του “διπλού αποτελέσματος”, η αξιοποίηση παραδοσιακών στοιχείων (από την επιχείρηση) παράγει -ως παράπλευρο αποτέλεσμα- χρησιμότητα και για την εθνική κοινωνία. Η χρησιμότητα όμως αυτή είναι επιγενόμενη (προκύπτουσα) και όχι, εξ αρχής, επιδιωκόμενη. “Καθένας νομίζει ότι έχει μπροστά στα μάτια του το δικό του μόνο συμφέρον, ενώ στην πραγματικότητα αποκομίζει έμμεσα και το γενικό συμφέρον της οικονομίας. Ο καθένας μας καθοδηγείται… από ένα αόρατο χέρι στο να ακολουθεί ένα σκοπό που ο ίδιος δεν συναισθάνεται” άλλωστε “…δεν είδα ποτέ μου πολλά καλά από εκείνους που φαίνονται ότι εργάζονται για την γενική ευημερία”(31).

Τα προσδοκώμενα οφέλη.

Η εθνική κοινωνία ασπάζεται κάποιες αξίες, αρχές και πρότυπα δεοντολογικής συμπεριφοράς, τα οποία είναι αποδεκτά -σε μικρό ή μεγάλο βαθμό- από όλα τα μέλη της. Αυτές οι αξίες, οι αρχές και τα πρότυπα, ως αδιαφοροποίητα “πολυδύναμα βλαστοκύτταρα” προσλαμβάνονται από κάθε γηγενή επιχείρηση και αποτελούν το γενετικό υλικό -το πρόπλασμα- που θα μορφοποιήσει την “κυτταρική δομή” της. Κατά τη μορφοποίηση και κάτω από την επίδραση ποικίλων παραγόντων, το κάθε “κύτταρο” αναπτύσσεται διαφορετικά και έτσι η σύνθεση του συνόλου των “κυττάρων” του οργανισμού (επιχείρηση) θα αποδώσει ένα μόρφωμα, με διαφοροποιημένη σύσταση. Η ιδιαίτερη -μοναδική- σύνθεση των κοινωνικών και πολιτισμικών επιρροών, αποτελεί την ιδιαίτερη φιλοσοφία της κάθε επιχείρησης(32).
Η ιδιαίτερη φιλοσοφία της κάθε επιχείρησης προάγει τη διαφοροποίηση, εντός της εθνικής αγοράς(33). Είναι κοινή διαπίστωση ότι η διαφοροποίηση, όταν δεν προσβάλει τα χρηστά ήθη και τις παραδόσεις, διεγείρει το ενδιαφέρον της αγοράς και αποτελεί το διακεκριμένο εργαλείο, στην εργαλειακή φαρέτρα της επιχείρησης, για την επίτευξη της επιδιωκόμενης πορείας. Ειδικότερα η επιχείρηση που διατηρεί στοιχεία από τις παραδοσιακές κανονικότητές της, έχει μια καλά εδραιωμένη ιδιαίτερη φιλοσοφία, η οποία σμιλεύτηκε σε βάθος χρόνου, δοκιμάστηκε, βελτιώθηκε και αξιολογήθηκε από την αγορά. Μάλιστα είναι τόσο σύνθετη και πολυσχιδής ώστε η αντιγραφή της να είναι σχεδόν αδύνατη και συνεπώς, η διαφοροποίηση, διαχρονικά διατηρήσιμη.
Η ιδιαίτερη φιλοσοφία της κάθε επιχείρησης, η παράγουσα τη διαφοροποίηση, πιθανόν να είναι οριακή και συνεπώς μακροσκοπικά δυσδιάκριτη για την εθνική αγορά μιας και το γενετικό -της φιλοσοφίας- υλικό είναι κοινό. Αντίθετα σε ένα πολύ-πολιτισμικό περιβάλλον μιας παγκόσμιας αγορά, ακριβώς για τον λόγω ότι τα “βλαστοκύτταρα” είναι διαφοροποιημένα, η ιδιαίτερη φιλοσοφία είναι ευδιάκριτη και η ένταση της διαφοροποίησης προκαλεί ένα ισχυρά ελκτικό μαγνητικό πεδίο που προσελκύει καταναλωτική ροή.
Ακριβώς λοιπόν, αυτή η κοινωνική και πολιτισμική διαφοροποίηση είναι το παράθυρο ευκαιρίας που δίνεται στην επιχείρηση για να επιβιώσει και να αναπτυχθεί, δραστηριοποιούμενη στην κοινωνία των εθνών. Εν κατακλείδι, διεισδύοντας στον προβληματισμό για την πολιτισμική ισοπέδωση που δύναται να επιφέρει η παγκοσμιοποίηση, υποστηρίζουμε ότι όχι μόνο ισοπέδωση δεν θα επιφέρει αλλά αντίθετα η εντεινόμενη αλληλεξάρτηση των αγορών θα καταστήσει τη διαφοροποίηση ανελαστικό ζητούμενο για κάθε επιχείρηση, μιας και αυτή (η διαφοροποίηση) είναι η ποιοτική συνιστώσα που μεταβάλλει, προς όφελος της επιχείρησης, την αγοραία καμπύλη ζήτησης.

Χουρδάκης Ευστράτιος
chourdakis Efstratios

Αναφορές – Βιβλιογραφία
(1). Ο όρος “παραδοσιακές κανονικότητες”, στην παρούσα ανάλυση, αποδίδει την “οντολογική” απεικόνιση της έννοιας της κουλτούρας. Είναι η “ενσαρκωμένη” μορφή μιας σειράς από αξίες, αντιλήψεις και αποδεκτούς τρόπους συμπεριφοράς, υπονοώντας έτσι τις ανεπτυγμένες, προϋπάρχουσες και καλά εδραιωμένες λειτουργικές και οργανωτικές δομές της επιχείρησης, όπως π.χ. την κατανομή καθηκόντων, την εποπτεία, τον συντονισμό, τους διαύλους επικοινωνίας, το ύφος διοίκησης, την μεθοδολογία λήψης των αποφάσεων κ.ά.
(2). Μπαμπινιώτης Γ., Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα 1998
(3). Η “ατομική επιχείρηση” εδώ, δεν προσδιορίζει τόσο τη νομική της μορφή, όσο τον ιδιαίτερο τρόπο λειτουργίας και οργάνωσης καθώς και ένα πεπερασμένο μέγεθος, προσδιοριζόμενο από τον μονοψήφιο αριθμό των εργαζομένων σε αυτή. Επιπρόσθετα, ο “οικογενειακός” προσδιορισμός της “ατομικής επιχείρησης” υπογραμμίζει το ιδιοκτησιακό καθεστώς, το οποίο επηρεάζει καθοριστικά την ιδιαιτερότητα των λειτουργικών και οργανωτικών της δομών.
(4). Ιστοσελίδα Ευρωπαϊκής Επιτροπής: http://www.europa.eu.int/comm/enterptise , αναδημοσίευση: Οικονομικός Ταχυδρόμος, 1/3/2003 (Φ2547), σελ. 73-9
(5). Η Ευρώπη-19, περιλαμβάνει τις 15 χώρες της Ε.Ε. καθώς και τις: Ισλανδία, Λίχτενσταϊν, Νορβηγία, Ελβετία.
(6). Δρίτσα Μαργαρίτα, Βασικές Προσεγγίσεις για την Ιστορία των επιχειρήσεων, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, πανεπιστημιακές σημειώσεις, Αθήνα 2000, σελ. 4-7
(7). Chandler A.D., The Visible Hand: The Managerial Revolution in American Business, Cambridge, Mass 1977
(8). Κατά τον Chandler [Chandler A.D., Scale and Scope: The dynamics of industrial capitalism, Cambridge, Mass 1990] το κλειδί για την επιτυχία των μεγάλων επιχειρήσεων ήταν η πραγματοποίηση τριμερών επενδύσεων: α) επένδυση σε μεγάλες εγκαταστάσεις παραγωγής, για να εκμεταλλευθούν τις οικονομίες κλίμακας της τεχνολογίας β) επένδυση σε εθνικό και διεθνές δίκτυο marketing και διανομής, ώστε ο όγκος των πωλήσεων να συμβαδίζει με τον όγκο παραγωγής γ) επένδυση σε ανθρώπινους πόρους –κυρίως σε διοικητικά στελέχη- ώστε να υπάρχει συντονισμός και έλεγχος δραστηριοτήτων.
(9). Έρευνα, για λογαριασμό του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, με θέμα: “Η χρήση νέων Τεχνολογιών Πληροφορικής & Επικοινωνιών από τις ΜΜΕ”, Μάρτιος 2003, σελ 9, βεβαιώνει ότι το 97,8% του συνόλου των επιχειρήσεων στην Ελλάδα είναι πολύ μικρές (1έως 10 εργαζόμενοι), εκ των οποίων μάλιστα το 98% (το 98% του 97,8%), απασχολούν από 1 έως 5 άτομα. Η ίδια έρευνα αναφέρει ότι το 81% του συνόλου είναι ατομικές επιχειρήσεις. Η νομική μορφή, με σχετική ασφάλεια, προσδιορίζει -ως ένα βαθμό- τόσο το περιορισμένο ενεργητικό όσο και το χαμηλό κύκλο εργασιών της επιχείρησης.
(10). Η μικρή “έκταση της αγοράς” προσδιορίζεται από τρεις διαστάσεις: α) το μικρό μέγεθος –πληθυσμός, οικονομικές δυνατότητες-, β) το μικρό βάθος -ελάχιστος βαθμός εξειδικευμένων αναγκών- και γ) το περιορισμένο βεληνεκές -αποκλειστικός προσανατολισμός στην εγχώρια αγορά-.
(11). Ειδικότερα αναφέρεται το έλλειμμα Στρατηγικών Συμμαχιών. Σύμφωνα με τον Hamel, Στρατηγικές Συμμαχίες είναι συμφωνίες συνεργασίας μεταξύ δύο ή περισσοτέρων επιχειρήσεων, όπου όλα τα μέρη υιοθετούν μια προοπτική αμοιβαίου οφέλους και συνεισφέρουν τους απαραίτητους πόρους ή/και τα κεφάλαια για την επιτυχή λειτουργία. Αναλυτικότερα στο: Hamel G., Doz Y. and Prahalad C., “Collaborate with your Competitors and Win”, Harvard Business Review (1989), January – February σελ. 133-9.
(12). Η εσωστρέφεια δεν είναι συνειδητή επιχειρηματική επιλογή αλλά το αποτέλεσμα των δομικών αδυναμιών της ντόπιας επιχείρησης και του περιβάλλοντός της. Μπορεί να θεωρηθεί ως η συνισταμένη τριών συνιστωσών, οι οποίες καθηλώνουν την ελληνική επιχείρηση εντός της εθνικής γεωγραφικής επικράτειας. Οι συνιστώσες αυτές είναι : α) ποιοτική και ποσοτική ανεπάρκεια παραγωγικών συντελεστών β) περιορισμένα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα των ελληνικών επιχειρήσεων γ) μειωμένη εμπορευσιμότητα, καινοτομία και ελαστικότητα των παραγόμενων αγαθών. Η δυναμική αλληλεπίδραση των τριών συνιστωσών αυξάνουν το διανυσματικό μέγεθος της συνισταμένης, εγκλωβίζοντας την επιχείρηση εντός των εθνικών “τειχών”.
(13). Smith Adam (1776), Έρευνα για τη Φύση και τα Αίτια του Πλούτου των Εθνών, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1999,σελ. 59-64
(14). Συχνές μεταβολές και ασυνέχεια στην ακολουθούμενη Οικονομική Πολιτική των κυβερνήσεων.
(15). Καραγιάννης Αναστάσιος, Επιχειρηματικότητα και Οικονομία, εκδόσεις INTERBOOKS, 1999, σελ. 240
(16). Καραγιάννης Α (όπως προηγουμένως, σ.239). «Στη χώρα μας το “εμπορικό επιχειρηματικό πνεύμα” φαίνεται να είναι το επικρατέστερο…» καθώς και στοιχεία έρευνας (Μάρτιος 2003), ό.π., σελ.9, στην οποία υπογραμμίζεται η υψηλή κλαδική συγκέντρωση στον τομέα του εμπορίου.
(17). Δρίτσα Μ. ,όπως προηγουμένως σ. 33
(18). Παπαδάκης Βασίλης, Στρατηγική των Επιχειρήσεων: Ελληνική & Διεθνής Εμπειρία, εκδόσεις Μπένου, Αθήνα 1999, σελ. 430
(19). Καραγιάννης, όπως προηγουμένως σ.240
(20). Μπουραντάς Δ. Επιχειρηματικότητα και Πολιτισμός: Θεωρητική Ανάλυση και η Ελληνική Εμπειρία, συνέδριο ΕΛ.ΚΕ.ΠΑ. Κρήτη 1992
(21). Παπαδάκης (1999), όπως προηγουμένως, σελ. 418-9. Επίσης για την ηγετική φυσιογνωμία του επιχειρηματία, δείτε : Mintzeberg H and Waters J.A., Tracking Strategy in an Entrepreneurial Firm, Academy of Management Journal, 1982, σελ. 465-500.
(22). Ενδεικτικά* αναφέρεται η επισήμανση του Ανδρέα Παπανδρέου (ομιλία στο ΕΒΕΑ, 1985) “Οι ΜΜΕ επιχειρήσεις είναι η ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας ”. Την άμεση σύνδεση της πορείας των ΜΜΕ με αυτή της εθνικής οικονομίας υπογραμμίζει και ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Ν. Χριστοδουλάκης (ομιλία σε εκδήλωση του Σωματίου Βιοτεχνών Περιστερίου, Αθήνα 9/4/2003) στην οποία αναφέρεται ότι η ΜΜΕ “δεν είναι μόνο η ραχοκοκαλιά αλλά και το μυαλό και η καρδία της ελληνικής οικονομίας”. Ομοίως, Αλογοσκούφης Γιώργος, (περιοδικό ΚΡΑΜΑ, Φεβρουάριος 2004, σελ.30). Μάλιστα, η σύνδεση της πορείας των ΜΜΕ, γενικεύεται, για το σύνολο της οικονομίας των κρατών μελών της ΕΕ. Ενδεικτικά αναφέρεται ομιλία του Υπουργού Ανάπτυξης, Α. Τσοχατζόπουλου στο Συμβούλιο Ανταγωνιστικότητας της Ε.Ε. (http://www.ypan.gr/announce/14022003_1.htm, Θεσσαλονίκη 14/2/2003) “Η ίδια η επιχειρηματικότητα στην Ε.Ε. εξαρτάται από τη δυναμική των μικρών επιχειρήσεων. Το πώς δηλαδή, εντός και εκτός της Ε.Ε. εξελίσσονται και αναπτύσσονται οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τολμώ να πω ότι θα επηρεάσει την υλοποίηση του οράματος της Λισσαβόνας. Τούτο γιατί αυτό το όραμα, σε ένα μεγάλο βαθμό βασίστηκε στο ρόλο που θα παίξουν οι μικρές επιχειρήσεις”.
Παρόμοιες αναφορές, σχετικών με την πολιτική της ΕΕ, “Think Small First” :
- Παράρτημα III των συμπερασμάτων της Προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Santa Maria da Feira που έγινε στις 19 και 20 Ιουνίου 2000, Ευρωπαϊκός χάρτης των Μικρών Επιχειρήσεων
- Ανακοίνωση της Επιτροπής στις 21.1.2003, προτεραιότητα στις μικρές επιχειρήσεις σε μία Ευρώπη που διευρύνεται [COM (2003) 26 τελικό http://www.europa.eu.int/scadplus/leg/el/s26004.htm],
- COM (2001) 122 τελικό, 7.03.2001, Ευρωπαϊκός χάρτης μικρών επιχειρήσεων- ετήσια έκθεση εφαρμογής
- COM (2002) 68 τελικό 6.02.2002-Έκθεση επί της εφαρμογής του Ευρωπαϊκού Χάρτη των μικρών επιχειρήσεων
- COM (2003) 21 τελικό, 21.01.2003-Ευρωπαϊκός Χάρτης των μικρών επιχειρήσεων, ετήσια έκθεση εφαρμογής κ.α.
- COM (2003) 27 τελικό, 21.01.2003-Πράσινη Βίβλος για την επιχειρηματικότητα στην Ευρώπη.
* Η τεκμηρίωση (του σημαίνοντα ρόλου των ΜΜΕ στην οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας ή μιας κοινότητας χωρών) γίνεται μέσω της επίκλησης πολιτικών αναφορών και πολιτικών δράσεων. Αιτία, που εξώθησε τον γράφοντα σε αυτή την επιλογή αντί της επίκλησης ακαδημαϊκών πονημάτων, είναι η ανάδειξη του επιπέδου ωρίμανσης της εν λόγο διαπίστωσης.
(23). Μη “μεταδόσιμη” γνώση (“non transmissible knowledge”). Όρος που χρησιμοποιείται από την Penrose E. (The Theory of the Growth of the Firm, Basil Blackwell, Oxford, 1959, σελ. 53) για να αποδοθεί η εμπειρία που συσσωρεύεται μέσω της ενασχόλησης με μια δραστηριότητα και είναι δύσκολο να κωδικοποιηθεί και να μεταβιβαστεί. Τον αυτό σκοπό εξυπηρετεί η έννοια “σιωπηρή γνώση” (“tacit knowledge”) που χρησιμοποιεί ο Polanyi M., The Tacit Dimension, Doubleday Anchor, New York, 1967. Για μια μεστή επισκόπηση: Πιτέλης Χ., Οικονομικοί Θεσμοί:Διεθνής Ανταγωνιστικότητα & Οικονομική Πολιτική, Τυπωθήτω, Αθήνα, 1998, σελ. 44-5.
(24). “Η τυραννία του εθίμου και της κοινής γνώμης μόνο ανασταλτικά μπορούν να λειτουργήσουν, αφού εκείνο που συνήθως επιτάσσουν είναι η πλήρης συμμόρφωση με τα κρατούντα πρότυπα… ” Φιλίμων Παιονίδης, εισαγωγικό δοκίμιο στο βιβλίο “Ωφελιμισμός” του John Stuart Mill, εκδόσεις Πόλις, 2002, σ.32
(25). “Το περιεχόμενο της αποστολής της επιχειρήσεως απέναντι στον καταναλωτή ξεκινά από τη γενικότερη φιλοσοφική προσέγγιση , ότι η επιχείρηση δεν αποσκοπεί στην παραγωγή και την πώληση διαχρονικά ενός συγκεκριμένου προϊόντος ή υπηρεσίας, αλλά στην κάλυψη δεδομένης ανάγκης της καταναλώσεως”. Σαρσέντης Β., Επιχειρησιακή Στρατηγική και Πολιτική, εκδόσεις Ευγ. Μπένου, Αθήνα, 1996, σελ.43
(26). Παπαδάκης (1999), όπως προηγουμένως, σελ.388
(27). Εφημερίδα, ΤΟ ΒΗΜΑ, 5-2-2004, ένθετο ΑΝΑΠΤΥΞΗ, σελ. Γ5. Στην έρευνα αυτή (τα συμπεράσματα της οποίας δημοσιεύονται στο αναφερόμενο φύλο) μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι το 2001 η Ελλάδα κάλυπτε το 1,33% των παγκόσμιων εξαγωγών υπηρεσιών. Το ποσοστό αυτό την κατατάσσει στην 17η θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ και στην 22η θέση στον κόσμο. Η επιτυχής πορεία των εξαγωγών υπηρεσιών οφείλεται αποκλειστικά στην ανάπτυξη των εξαγωγών ταξιδιωτικών υπηρεσιών (τουρισμός) και στις μεταφορικές υπηρεσίες (κυρίως ελληνική ναυτιλία).
(28). “Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπιστώνει για την περίοδο 2001- 2004 ταχεία αύξηση του κατά κεφαλή ΑΕΠ (στην Ελλάδα) και σύγκλιση κατά οκτώ ποσοστιαίες μονάδες προς τον μέσο όρο της ΕΕ των «15» από 67,2% σε 75,5%”. Εφημερίδα, ΤΟ ΒΗΜΑ, 19-2-2004, ένθετο ΑΝΑΠΤΥΞΗ, σελ. Γ5 (πηγή EUROSTAT, περιφερειακές μετρήσεις)
(29). Σαρσέντης Β.(1996), όπως προηγουμένως, σελ.39-42.
(30). Ο Μαρξ, το 1848, έγραφε: “Διαλύονται όλες οι στέρεες, σκουριασμένες σχέσεις με την ακολουθία τους από παλιές σεβάσμιες παραστάσεις και αντιλήψεις κι όλες οι καινούργιες που διαμορφώνονται παλιώνουν πριν προλάβουν να αποστεωθούν. Καθετί το κλειστό και στάσιμο εξανεμίζεται…” Ο εκσυγχρονισμός είναι μια δυναμική και χρονικά μεταβαλλόμενη κατάσταση. Ακολουθεί τις σύγχρονες τάσεις, οι οποίες μετεξελίσσονται με γοργούς ρυθμούς.
Μαρξ Καρλ, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος (ελληνική μετάφραση), εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1994, σελ. 29-30
(31). Smith Adam (1776), όπως προηγουμένως, σελ. 195
(32). Παπαδάκης (1999), όπως προηγουμένως, σελ. 147.
(33). Η (εθνική) αγορά με την έννοια του “(τοπικού) στίβου του προτσές της ανταλλαγής”( Μαρξ Καρλ, Το Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2002, σελ 117) αλλά και ως “διαμορφωτής τιμών” (μεταξύ άλλων: North D.C.,Structure and Change in Economic History, Norton, New York, 1981).


[x1]Μπαμπινιώτης Γ., Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα 1998

Ιστορίες με κέρματα

Μια Συνηθισμένη Αφήγηση της Καθημερινότητας.

Μια καθημερινή και ασυνήθιστα καλοκαιρινή ημέρα του Γενάρη, έχοντας άδεια από την Υπηρεσία μου, αποφάσισα να πάω στο κεντρικό κατάστημα της ΔΕΗ στην Πειραιώς για να πληρώσω τον εκπρόθεσμο λογαριασμό ρεύματος του σπιτιού μου. Δεν ήταν η πρώτη φορά που το έκανα, μιας και συχνά – πυκνά δεν «προλαβαίνω» τις ημερολογιακές προθεσμίες που καθορίζει η Δημόσια Επιχείρηση. Φτάνοντας στο κατάστημα πήρα τη θέση μου στη μακρόσυρτη ουρά που είχε σχηματιστεί, μιας και από τα τέσσερα Ταμεία μόνο στο ένα βρισκόταν υπάλληλος για την εξυπηρέτησή μας. Οι νωχελικές και εκνευριστικά βαριεστημένες κινήσεις της υπαλλήλου στο Ταμείο, με δυσκολία κατάφερναν να εξυπηρετήσουν ένα μέλος της ουράς, ενόσω τρία «νέα μέλη» έπαιρναν τη θέση του, ως ουραγοί, δημιουργώντας τη γνωστή ανάσχεση, σύμφωνα με τη Θεωρία Ουράς στο Management. Κάποιοι άρρυθμοι ψίθυροι, έγιναν διαμαρτυρίες και υποχρέωσαν μια δεύτερη υπάλληλο να πάρει τη θέση της πίσω από τον γκισέ.
Ο διπλασιασμός των σημείων εξυπηρέτησης, βελτίωσε θεαματικά τη θέση μου στην ουρά. Πλησιάζοντας προς το Ταμείο, ήμουν πίσω από ένα μεσήλικα –ηλικιακά αντιπροσωπευτικό μέλος της ουράς- για τον οποίο είχε φτάσει η πολυπόθητη στιγμή. Ακούμπησε, βιαστικά και με νευρικές κινήσεις, το λογαριασμό του στον γκισέ μαζί με δύο χαρτονομίσματα των 20 € και μια φούχτα κέρματα των πέντε και δέκα λεπτών. Η υπάλληλος, στη θέα του μουντού χάλκινου σωρού που θορυβοδώς αναπαύονταν στην αφιλόξενη «γούρνα» του γκισέ, ξέχασε τη βαρεμάρα της και με αυστηρό τόνο και απρεπές ύφος είπε στο μεσήλικα: «Η Υπηρεσία δεν δέχεται κέρματα των πέντε λεπτών». Μάλιστα τον προέτρεψε, με στρατιωτικό ύφος και βροντερή φωνή, να τα πάει στο κοντινό περίπτερο, μιας και η Υπηρεσία δεν μπορούσε να τα δεχτεί. Ο μεσήλικας δικαιολογήθηκε λέγοντας αφενός, ότι δεν έχει άλλα χρήματα μαζί του –στρέφοντας το άδειο πορτοφόλι του στο οπτικό πεδίο της μαινόμενης υπαλλήλου- και αφετέρου, ότι του ήταν αδύνατο να μετακινηθεί έως το περίπτερο, μιας και τα πόδια του δεν ακολουθούσαν τη βούλησή του.
Εξοργίστηκα με τη συμπεριφορά της υπαλλήλου. Πριν προλάβω να οργανώσω τη σκέψη μου, προκειμένου να σκαρφιστώ ένα ισχυρό επιχείρημα για να μεταπείσω την αναιδέστατη υπάλληλο, ο έτερος μεσήλικας, που είχε ήδη πληρώσει τον λογαριασμό του στο διπλανό Ταμείο, της ζήτησε επιτακτικά να του επιδείξει το έγγραφο με την απόφαση της Υπηρεσίας, την οποία ασαφώς επικαλέστηκε η υπάλληλος, σύμφωνα με την οποία τα κέρματα των πέντε λεπτών δεν γίνονται δεκτά από τη ΔΕΗ. Εκείνη, αφού τον προέτρεψε να μην ανακατεύεται κάνοντας το συνήγορο του «θήτη», ξεκίνησε νωχελικά, νωχελικότερα από ότι συνήθιζε, να μετρά ένα προς ένα τα κέρματα, στοιβάζοντάς τα σε δεκάδες.
Ο μεσήλικας, γύρισε απολογητικά -μιας και κανείς από την ουρά δεν εξέφρασε άποψη για το συμβάν- προς τη μεριά μας και είπε πως με δυσκολία τα βγάζει πέρα ως συνταξιούχος και πως τα κέρματα δεν ήταν δα και τόσα πολλά, ήταν συνολικά πέντε ευρώ. «Ένα – ένα τα μάζευα για να μη μου κόψουν το ρεύμα», ήταν τα στερνά του λόγια, πριν μαζέψει τους ώμους του και σκύψει ντροπιασμένος το ζαρωμένο του μέτωπο.
Η επιδεικτικά σκόπιμη αργοπορία της υπαλλήλου στο μέτρημα των κερμάτων και η άμεση εκπλήρωση του βραχυπρόθεσμου στόχου του όχλου (που δεν ήταν άλλος από την ταχύτερη εξυπηρέτηση), έπαιξαν το ρόλο τους στην απενοχοποίηση της συμπεριφοράς της υπαλλήλου. Το πόρισμα του όχλου ήταν καταπέλτης: Φταίει ο μεσήλικας για την αργοπορία…
Αλήθεια, γιατί η συμπεριφορά μας να εξαρτάται από τη θέση μας; Γιατί σκεφτόμαστε μόνο το άμεσο συμφέρον μας (ταχεία εξυπηρέτηση) και αδιαφορούμε για το μεσο-μακροπρόθεσμο; Ο έτερος μεσήλικας, που έκανε τον συνήγορο του «θήτη», θα είχε την ανάλογη αντίδραση αν δεν είχε μόλις εξυπηρετηθεί; Θα βρεθεί κάποιος να εξηγήσει στην υπάλληλο αυτή, ότι η συμπεριφορά της –και δε μιλώ για την απρέπειά της, αλλά για την απαξίωση των κερμάτων- μεσομακροπρόθεσμα θα μειώσει την αγοραστική δύναμη του μισθού της; Τέλος, θα πειστεί κάποτε ο όχλος να υπερασπίζεται το δίκαιο, ακόμα και αν αυτό δεν εξυπηρετεί άμεσα τα συμφέροντα του; Πως αλλιώς θα συνδράμουμε και εμείς με την καθημερινή μας συμπεριφορά στη μεταστροφή της ζούγκλας του όχλου σε κοινωνία προόδου και ευημερίας;
Αφού πλήρωσα τον λογαριασμό μου, στην ηθικώς δικαιωμένη υπάλληλο, έφυγα βιαστικά. Δεν είχα χρόνο αλλά ούτε και λόγo να κατακρίνω την άλαλη αντίδρασή μου γιατί είχα κανονίσει ένα ραντεβού με έναν κυβερνητικό «αξιωματούχο», ο οποίος με διαβεβαίωσε ότι είναι σε θέση να διορίσει τη σύζυγό μου στο Δημόσιο, παρακάμπτοντας τις διαδικασίες του ΑΣΕΠ…

Έλληνας Επιχειρηματίας και Κοινή Γνώμη

Πλείστοι όσοι οικονομολόγοι έχουν αναφερθεί στον επιχειρηματία. Έχουν αρκούντως ικανοποιητικά αναπτύξει τη δράση, τις λειτουργίες και την προσφορά του στην παγκόσμια οικονομία. Η συντριπτική (αν όχι απόλυτη) πλειοψηφία αυτών εκθειάζουν την δράση του, προκρίνουν την ευφυΐα του και υμνούν τις δεξιότητές του. Η πολιτική ηγεσία συμμερίζεται την άποψη των επιστημονικών αναφορών, γνωρίζοντας τον εξέχοντα ρόλο που αυτός (ο επιχειρηματίας) διαδραματίζει αλλά και τη συμβολή του στην ανάπτυξη και την πρόοδο του γήινου οικονομικού οικοδομήματος. Την αυτή γνώμη για τον επιχειρηματία έχουν και τα οικονομούντα άτομα των ανεπτυγμένων οικονομικά κοινωνιών, χωρίς βέβαια να αποκλείουμε και κάποιες εξαιρέσεις που όμως επιβεβαιώνουν των κανόνα.
Αντιστρόφως ανάλογη είναι η πεποίθηση του απλού Έλληνα πολίτη για την επιχειρηματική δράση. Η λέξη επιχειρηματίας είναι συνώνυμη της διαπλοκής, της ανήθικης ιδιωφέλειας, του άκρατου κερδοσκόπου, του φοροδιαφυγά , του ανέντιμου τυχοδιώκτη κ.α. Ίσως έχουν δοθεί κάποιες αφορμές, ίσως προβάλλονται και ειδησιοποιούνται μόνο κάποιες αρνητικές πτυχές μεμονωμένων δράσεων, ίσως ακόμα το εκπαιδευτικό μας σύστημα να είναι προσανατολισμένο στην δημιουργία αλλότριων προτύπων (επιμόρφωση των managers). Σε κάθε περίπτωση οι περισσότεροι από εμάς (πέραν αυτών που ασχολούνται ενδελεχώς) δεν έχουμε καν όσμωση των θεωρητικών και εμπειρικών αναφορών των οικονομολόγων για τους επιχειρηματίες και την δράση τους.
Σύμφωνα με τον Schumpeter (1911), το ξεχωριστό γεγονός στην ανάπτυξη της καπιταλιστικής κοινωνίας είναι η καινοτομία. Φορέας της καινοτομίας είναι ο επιχειρηματίας. Αυτός είναι που συλλαμβάνει και υλοποιεί καινοτομίες που αφορούν νέα ή καλύτερης ποιότητας προϊόντα / υπηρεσίες, αυτός είναι που εισάγει νέες βελτιωμένες μεθόδους παραγωγής και οργάνωσης, είναι αυτός που δημιουργεί νέες αγορές (με την έννοια της δημιουργίας καταναλωτικών αναγκών αλλά και με την γεωγραφική έννοια). Ο επιχειρηματίας, σύμφωνα με τον ίδιο θεωρητικό, κινητοποιείται από την ανάγκη του να δρα και να δημιουργεί. Στηρίζει μεταρρυθμίσεις και επιφέρει επαναστατικές αλλαγές. Είναι αυτός που λαμβάνει αποφάσεις και ανοίγει τον δρόμο προς την ισορροπία και την ανάπτυξη. Είναι εν τέλει αυτός που δίνει πνοή στην εφεύρεση και την μετατρέπει σε εύχρηστη εφαρμογή.
Ο επιχειρηματίας αντιμετωπίζει μετρήσιμους και μη μετρήσιμους κινδύνους έχοντας την αποκλειστική ευθύνη για τα αποτελέσματα της επιχείρησης (Frank Knight,1921). Ζει για να εργάζεται και παρόλα αυτά αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να μην εισπράξει την ανταμοιβή του, το κέρδος, που είναι ένα μη συμφωνημένο εισόδημα. Δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας συμβάλλοντας καταλυτικά στην καταπολέμηση της ανεργίας. Ο άριστος συνδυασμός των παραγωγικών μέσων ώστε να μεταβληθεί η κλίση και η θέση της καμπύλης παραγωγικών δυνατοτήτων της επιχείρησής του, είναι διακεκριμένος στόχος του, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στην μείωση της διαφυγούσας αποτελεσματικότητας της οικονομίας. Συμφυής στόχος με αυτόν της μετατόπισης προς τα έξω (αύξηση) της καμπύλης παραγωγικών δυνατοτήτων είναι και η δημιουργία νέων καμπυλών παραγωγικών δυνατοτήτων, αυξάνοντας τις προσδοκίες, τις γνώσεις και τις πληροφορίες της αγοράς.
Τα χαρακτηριστικά αυτά σκιαγραφούν ελάχιστες από τις λειτουργίες, δράσεις και συνεισφορές του επιχειρηματία στην οικοδόμηση της κοινωνίας της γνώσης, της προόδου και της ανάπτυξης. Η κοινή γνώμη, ανεπτυγμένων οικονομιών αποδέχτηκε τον επιχειρηματία και του απένειμε θεσμικά αξιώματα και τιμές. Δεν είναι τυχαίο ότι η πλειοψηφία των Αμερικανών κοινοβουλευτικών αποτελείται από εκπροσώπους του επιχειρηματικού κόσμου (Yves Meny, 1993) όπως επίσης ότι ο Ιταλός Πρωθυπουργός ήταν (και εξακολουθεί να είναι) ένας πετυχημένος επιχειρηματίας, αλλά πολύ περισσότερο αξίζει να θυμηθούμε τις τιμές που απέδωσε η κοινή γνώμη στον, πρόσφατα θανόντα, διακεκριμένο Ιταλό επιχειρηματία Agnelli (παρά την διαπιστωμένη εμπλοκή του στην απόφαση των Ιταλικών αρχών την δεκαετία του ’50 για σημαντικές επενδύσεις στη κατασκευή οδικού δικτύου εις βάρος του σιδηροδρομικού).
Οι επώνυμες αναφορές που μπορούμε να επικαλεστούμε είναι πολλές, προτιμητέο όμως είναι να σταθούμε στις πιέσεις που ασκούν αξιωματούχοι και διπλωμάτες ισχυρών οικονομιών, προς άλλες ανεπτυγμένες και μη ανεπτυγμένες οικονομίες, για την προώθηση κλαδικών και πολλές φορές ατομικών επιχειρηματικών επιδιώξεων γηγενών επιχειρήσεων που εδρεύουν στην επικράτειά τους. Η διασύνδεση ζητημάτων πολιτικής με ζητήματα επιχειρηματικής προτεραιότητας είναι συντελεστής κεφαλαιώδους σημασίας για την εφαρμοζόμενη εξωτερική πολιτική των κρατών αυτών. Στην αντίπερα όχθη, ο έλληνας αξιωματούχος / διπλωμάτης / πολιτικός προτιμά να γίνει δέκτης των πιέσεων των ξένων ομολόγων του, παρά να ασκήσει ανάλογες πιέσεις, φοβούμενος τη σκανδαλολογία και τον ενοχοποιητικό λόγο που θα αναπτυχθεί εναντίων του από την ελληνική κοινή γνώμη. Μήπως λοιπόν αυτός είναι ένας ακόμη λόγος για την εσωστρέφεια του έλληνα επιχειρηματία; Μήπως συγχέουμε την διαφάνεια με τα θεμιτά εργαλεία της πολιτικής; και εν τέλει μήπως εμείς οι ίδιοι ενισχύουμε την οπισθέλκουσα δύναμη που καθηλώνει το φημισμένο επιχειρηματικό πνεύμα του Έλληνα;
Κοιτώντας πίσω, στους αρχαίους χρόνους, θα θυμηθούμε ότι ο Ερμής ήταν ο προστάτης της τέχνης του εμπορίου και των καινοτομιών. Αυτό ακριβώς το φιλικό προς την επιχειρηματικότητα περιβάλλον αναζητά ο έλληνας επιχειρηματίας ώστε να αρθούν οι κοινωνικοί φραγμοί για να ‘ξεδιπλώσει’ το έμφυτο επιχειρηματικό του πνεύμα. Οι βάσεις υπάρχουν. «Το αίσθημα της ελευθερίας και ανεξαρτησίας που κυριαρχεί στην ελληνική κοινωνία είναι ίσως ένας από τους περισσότερο αποφασιστικούς παράγοντες που αυξάνουν τη θέληση για επιχειρήσεις στα άτομα» (Καραγιάννης Α, 1999). Αυτό που απομένει είναι να αποδεσμεύσουμε τον έλληνα επιχειρηματία από τα αντιπολιτευτικά και συμπολιτεύτηκα παίγνια και να τον αφήσουμε να δράσει σε ένα κοινωνικό περιβάλλον που θα τον αποδέχεται ως πρωταγωνιστική οικονομική οντότητα, απαραίτητη για την οικονομικοκοινωνική πρόοδο της χώρας μας.


Χουρδάκης Ευστράτιος[1]
[1] Δημοσιεύτηκε στον Οικονομικό Ταχυδρόμο, Φ. 11 (2549), σελ. 65-66, 15 Μαρτίου 2003

BlogCatalog

Academics Blogs - BlogCatalog Blog Directory Add to Technorati Favorites

Δώσε κι εσύ τη μάχη... για ελεύθερο λογισμικό